Выбрать главу

— Είναι πολύ σκοτεινά για τοξοβολία, είπε ο Γκίμλι. Στην πραγματικότητα είναι ώρα για ύπνο. Ύπνο! Νιώθω την ανάγκη του, όπως ποτέ δεν πίστευα πως θα την ένιωθε νάνος. Η ιππασία είναι κουραστική δουλειά. Όμως, το τσεκούρι μου δε θέλει να καθίσει ήσυχο στο χέρι μου. Δώσ’ μου μια σειρά από λαιμούς Ορκ κι αρκετό χώρο να το δουλέψω κι όλη η κούραση θα φύγει από πάνω μου!

Η ώρα περνούσε αργά. Μακριά κάτω στην κοιλάδα σκόρπιες φωτιές έκαιγαν ακόμα. Οι ορδές του Ίσενγκαρντ προχωρούσαν τώρα σιωπηλά. Τα δαυλιά τους φαίνονταν ν’ ανεβαίνουν στο λαγκάδι στριφογυρίζοντας σε πολλές γραμμές.

Ξαφνικά από το Χαντάκι ξέσπασαν φωνές και ουρλιαχτά και άγριες ιαχές μάχης. Αναμμένα δαυλιά φάνηκαν στην κορφή του προχώματος και στριμώχτηκαν στην είσοδο· ύστερα σκόρπισαν και χάθηκαν. Άντρες ήρθαν καλπάζοντας, ανέβηκαν τη ράμπα και πέρασαν την πύλη του Φρουρίου της Σάλπιγγας. Η οπισθοφυλακή των Γουέστφόλντερ είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει.

— Ο εχθρός έφτασε! είπαν. Ρίξαμε όσα βέλη είχαμε και γεμίσαμε το Χαντάκι Ορκ. Αλλ’ αυτό δε θα τους σταματήσει για πολλή ώρα. Ήδη έστησαν τις σκάλες τους στο πρόχωμα σε πολλά σημεία και συνωστίζονται σαν τα μυρμήγκια. Αλλά τους μάθαμε να μην κρατάνε αναμμένα δαυλιά.

Ήταν τώρα περασμένα μεσάνυχτα. Ο ουρανός ήταν τελείως σκοτεινός και η ακινησία της βαριάς ατμόσφαιρας προμηνούσε καταιγίδα. Ξαφνικά τα σύννεφα σκίστηκαν από μια εκτυφλωτική λάμψη. Μια πολύκλαδη αστραπή έπεσε στους ανατολικούς λόφους. Για μια στιγμή αυτοί που κοίταζαν από το τείχος είδαν όλο το χώρο, ανάμεσα σ’ αυτούς και στο Χαντάκι να φωτίζεται μ’ ένα άσπρο φως — έβραζε και μυρμήγκιαζε από μαύρες μορφές, μερικές κοντόχοντρες, άλλες ψηλές κι άγριες, με ψηλές περικεφαλαίες και μαύρες ασπίδες. Χιλιάδες ανέβαιναν απ’ το Χαντάκι και ξεχύνονταν στην είσοδο. Η μαύρη παλίρροια ξεχυνόταν στο τείχος απ’ τον ένα απόκρημνο λόφο ως τον άλλο. Βροντές κατρακυλούσαν στην κοιλάδα. Η βροχή άρχισε να μαστιγώνει τη γη.

Βέλη πυκνά σαν τη βροχή πέρασαν σφυρίζοντας τις πολεμίστρες κι έπεσαν χτυπώντας ή γδέρνοντας τις πέτρες. Μερικά βρήκαν στόχο. Η επίθεση στο Φαράγγι του Χελμ είχε αρχίσει, αλλά κανένας θόρυβος ή φωνή δεν ακουγόταν από μέσα· ούτε βέλη ακούστηκαν ν’ απαντούν.

Οι επιτιθέμενες ορδές σταμάτησαν, εμποδισμένες απ’ τη σιωπηλή απειλή της πέτρας και του τείχους. Ξανά και ξανά οι αστραπές έσκιζαν το σκοτάδι. Τότε οι Ορκ άρχισαν να ουρλιάζουν κραδαίνοντας σπαθιά και ακόντια και ρίχνοντας σύννεφο τα βέλη σε όποιον τύχαινε να φανερωθεί στις επάλξεις· και οι άντρες του Μαρκ κοίταζαν κάτω κατάπληκτοι, σε κάτι που τους φαινόταν σαν ένα τεράστιο χωράφι μαύρες καλαμποκιές που τις τίναζε πέρα δώθε η θύελλα του πολέμου και κάθε μύτη τους γυάλιζε με αγκαθωτό φως.

Χάλκινες σάλπιγγες αντήχησαν. Ο εχθρός όρμησε μπροστά, μερικοί ενάντια στο Τείχος του Φαραγγιού κι άλλοι προς τον υπερυψωμένο δρόμο και τη ράμπα που οδηγούσε στις πύλες του Φρουρίου της Σάλπιγγας. Εκεί ήταν συγκεντρωμένοι οι πιο μεγαλόσωμοι Ορκ και οι άγριοι άντρες απ’ τους άγονους λόφους της Μαυροχώματης Χώρας. Για μια στιγμή κοντοστάθηκαν κι ύστερα όρμησαν. Στο φως των αστραπών φαινόταν αποτυπωμένο ξεκάθαρα πάνω σε κάθε κράνος και ασπίδα το απαίσιο χέρι του Ίσενγκαρντ. Έφτασαν στην κορφή του Βράχου κι έπεσαν ορμητικά πάνω στις πύλες.

Τότε, επιτέλους, ήρθε η απάντηση: μια θύελλα βέλη χύθηκε κατά πάνω τους και πέτρες χαλάζι. Αυτοί ταλαντεύτηκαν, έσπασαν, και τραβήχτηκαν πίσω· κι ύστερα όρμησαν πάλι, αναχαιτίστηκαν κι όρμησαν ξανά· και κάθε φορά, σαν τη θάλασσα που ανεβαίνει, σταματούσαν σε ψηλότερο σημείο. Αντήχησαν ξανά οι σάλπιγγες και αμέτρητοι άντρες όρμησαν ουρλιάζοντας μπροστά. Κρατούσαν τις μεγάλες ασπίδες τους σαν σκεπή από πάνω, ενώ ανάμεσά τους κουβαλούσαν δυο κορμούς από τεράστια δέντρα. Πίσω τους τοξότες Ορκ μαζεμένοι έστελναν βροχή τα βέλη στους τοξότες στα τείχη. Έφτασαν στις πύλες. Τα δέντρα, ζυγισμένα από χέρια δυνατά, χτύπησαν τα ξύλα της πύλης μ’ εκκωφαντικό θόρυβο. Αν κάποιος έπεφτε, λιωμένος από κάποια πέτρα ριγμένη από ψηλά, δυο άλλοι ξεπηδούσαν στη θέση του. Ξανά και ξανά οι μεγάλοι κριοί ζυγίστηκαν και χτύπησαν.

Ο Έομερ κι ο Άραγκορν στέκονταν μαζί στο Τείχος του Φαραγγιού. Άκουσαν τη χλαλοή και τα υπόκωφα χτυπήματα των κριών κι ύστερα, σε μια ξαφνική αστραπή, είδαν τον κίνδυνο στις πύλες.