Выбрать главу

— Έλα! είπε ο Άραγκορν. Την ώρα τούτη θα ξεσπαθώσουμε μαζί! Τρέχοντας σαν τη φωτιά δίπλα στο τείχος, ανέβηκαν τις σκάλες και βγήκαν στο εξωτερικό προαύλιο πάνω στο Βράχο. Όπως έτρεχαν μάζεψαν μερικούς γερούς άντρες με σπαθιά. Υπήρχε ένα μικρό παραπόρτι που έβγαζε σε μια κόγχη στον τοίχο του φρουρίου δυτικά, εκεί που άρχιζε ο γκρεμός. Σ’ εκείνη την πλευρά ένα στενό μονοπάτι πήγαινε γύρω γύρω προς τη μεγάλη πύλη περνώντας ανάμεσα από το τείχος και το χείλος του γκρεμού του Βράχου. Μαζί ο Έομερ κι ο Άραγκορν πέρασαν ορμητικά το παραπόρτι με τους άντρες τους από κοντά. Τα δυο σπαθιά άστραψαν σαν ένα βγαίνοντας απ’ το θηκάρι.

— Γκουθγουάινι! φώναξε ο Έομερ. Γκουθγουάινι για το Μαρκ!

— Αντούριλ! φώναξε ο Άραγκορν. Αντούριλ για τους Ντούνεντεν! Ορμώντας από τα πλάγια, έπεσαν πάνω στους άγριους ανθρώπους. Ο

Αντούριλ ανεβοκατέβαινε, αστράφτοντας άσπρη φωτιά. Μια κραυγή υψώθηκε από το τείχος και τον πύργο:

— Ο Αντούριλ! Ο Αντούριλ βγήκε στον πόλεμο. Το Σπαθί που ήταν Σπασμένο αστράφτει πάλι!

Καταφοβισμένοι αυτοί που χειρίζονταν τους κριούς, πέταξαν τους κορμούς και γύρισαν να πολεμήσουν αλλά το τείχος των ασπίδων τους έγινε κομμάτια σαν από αστροπελέκι και σαρώθηκαν πετσοκομμένοι ή ριγμένοι από το Βράχο κάτω στο πέτρινο ρέμα. Οι τοξότες Ορκ έριξαν στα τυφλά κι ύστερα το έβαλαν στα πόδια.

Για μια στιγμή ο Έομερ κι ο Άραγκορν σταμάτησαν μπροστά από τις πύλες. Τα μπουμπουνητά ακούγονταν μακριά τώρα. Οι αστραπές συνέχισαν ν’ αναβοσβήνουν μακρινές στα βουνά του Νοτιά. Ένας κοφτερός άνεμος φυσούσε ξανά απ’ το Βοριά. Τα σύννεφα είχαν κομματιαστεί κι έφευγαν και τ’ αστέρια κρυφοκοίταζαν από πίσω τους· και πάνω από τους λόφους, απ’ την πλευρά του Λαγκαδιού, ταξίδευε το φεγγάρι στη δύση του, λάμποντας κίτρινο ανάμεσα στ’ ανάρια μετά την καταιγίδα σύννεφα.

— Φτάσαμε πάνω στην ώρα, είπε ο Άραγκορν, κοιτάζοντας τις πύλες.

Οι μεγάλοι μεντεσέδες και οι σιδερένιες αμπάρες τους ήταν ξεχαρβαλωμένες και στραβωμένες· πολλά από τα ξύλα τους είχαν ραγίσει.

— Δεν μπορούμε όμως να σταθούμε εδώ, έξω από το τείχος, να τις υπερασπίσουμε, είπε ο Έομερ. Δες!

Έδειξε τον υπερυψωμένο δρόμο. Ήδη αμέτρητοι Ορκ κι Άνθρωποι συγκεντρώνονταν πάλι πέρα από το ρέμα. Βέλη σφύριζαν και εξοστρακίζονταν στις πέτρες γύρω τους.

— Έλα! Πρέπει να γυρίσουμε και να δούμε πώς να σωριάσουμε πέτρες και δοκάρια πίσω απ’ τις πύλες. Έλα τώρα!

Γύρισαν κι άρχισαν να τρέχουν. Εκείνη τη στιγμή καμιά δωδεκαριά Ορκ, που είχαν μείνει ακίνητοι ανάμεσα στους σκοτωμένους, τινάχτηκαν όρθιοι κι έτρεξαν σιωπηλά και γρήγορα από πίσω. Δύο ρίχτηκαν στη γη πίσω απ’ τα πόδια του Έομερ, τον πεδίκλωσαν και ώσπου να γυρίσεις να δεις βρέθηκαν από πάνω του. Αλλά μια μικρή μαύρη μορφή, που κανείς δεν είχε προσέξει, ξεπετάχτηκε απ’ τις σκιές κι έβγαλε μια βραχνή κραυγή: Baruk khazâd! Khazâd ai-mênu! Ένα τσεκούρι πήρε φόρα κι έπεσε. Δυο Ορκ έπεσαν ακέφαλοι. Οι υπόλοιποι το ’βαλαν στα πόδια.

Ο Έομερ σηκώθηκε με δυσκολία, καθώς ο Άραγκορν έτρεξε πίσω να τον βοηθήσει.

Έκλεισαν το παραπόρτι πάλι, αμπάρωσαν τη σιδερένια πόρτα και σώριασαν από μέσα πέτρες. Όταν όλα ήταν ασφαλισμένα μέσα, ο Έομερ γύρισε:

— Σ’ ευχαριστώ, Γκίμλι γιε του Γκλόιν! είπε. Δεν ήξερα πως ήσουν μαζί μας στην έξοδο. Συχνά όμως ο απρόσκλητος καλεσμένος κάνει την καλύτερη παρέα. Πώς έτσι και βρέθηκες εκεί;

— Σας ακολούθησα για να διώξω τη νύστα, είπε ο Γκίμλι· αλλά κοίταξα τους ανθρώπους των λόφων και μου φάνηκαν πολύ μεγάλοι για το μπόι μου κι έτσι κάθισα σε μια πέτρα πλάι να παρακολουθήσω το παιχνίδι των σπαθιών σας.

— Θα δυσκολευτώ να σ’ το ξεπληρώσω, είπε ο Έομερ.

— Μπορεί να σου δοθεί η ευκαιρία πριν περάσει τούτη η νύχτα, γέλασε ο Νάνος. Πάντως είμαι ευχαριστημένος. Μέχρι τώρα, από τότε που βγήκα απ’ τη Μόρια, δεν είχα κόψει τίποτα εκτός από ξύλα.

— Δύο! είπε ο Γκίμλι, χαϊδεύοντας το πελέκι του. Είχε ξαναγυρίσει στη θέση του στο τείχος.

— Δύο; είπε ο Λέγκολας. Εγώ τα πήγα καλύτερα, αν και τώρα πρέπει να ψαχουλεύω χάμω για βέλη· όλα τα δικά μου τα ξόδεψα. Πάντως, θα ’λεγα πως πέτυχα τουλάχιστον είκοσι. Αν κι αυτό δεν αντιπροσωπεύει παρά ελάχιστα φύλλα σ’ ολόκληρο το δάσος.

Ο ουρανός καθάριζε τώρα γρήγορα και το φεγγάρι στη δύση του φώτιζε λαμπερά. Το φως όμως έφερε λίγες ελπίδες στους Καβαλάρηδες του Μαρκ. Οι εχθροί μπροστά τους έδειχναν να πολλαπλασιάζονται αντί να ελαττώνονται κι όλο και περισσότεροι συνωστίζονταν ανεβαίνοντας απ’ την κοιλάδα και περνώντας απ’ την είσοδο. Η έξοδος των πολιορκημένων στο Βράχο είχε κερδίσει μόνο μια σύντομη ανάπαυλα. Η έφοδος στις πύλες επαναλήφθηκε με διπλάσιες δυνάμεις. Ενάντια στο Τείχος του Φαραγγιού οι ορδές του Ίσενγκαρντ μούγκριζαν σαν τη θάλασσα. Ορκ και άνθρωποι των λόφων μυρμήγκιαζαν στη βάση του απ’ τη μια άκρη στην άλλη. Σκοινιά με άγκιστρα εκσφενδονίζονταν πάνω απ’ το στηθαίο πιο γρήγορα απ’ ό,τι οι άντρες προλάβαιναν να τα πετάνε πίσω ή να τα κόβουν. Εκατοντάδες μακριές σκάλες στήθηκαν. Έριχναν πολλές κάτω και χάνονταν, αλλά άλλες τόσες τις αντικαθιστούσαν και οι Ορκ τις ανέβαιναν σαν πίθηκοι στα σκοτεινά δάση του Νοτιά. Κάτω, στη βάση του τείχους, οι νεκροί και οι πληγωμένοι ήταν σωριασμένοι σαν βότσαλα στην καταιγίδα· κι όλο και ψήλωναν οι απαίσιοι σωροί κι όλο ορμούσαν οι εχθροί ασταμάτητα.