Οι άντρες του Ρόαν κουράστηκαν. Είχαν ξοδέψει όλα τους τα βέλη και είχαν ρίξει όλα τους τα ακόντια· οι αιχμές των σπαθιών τους είχαν στομώσει κι οι ασπίδες τους είχαν σκιστεί. Τρεις φορές ο Άραγκορν κι ο Έομερ τους ανασύνταξαν και τρεις φορές ο Αντούριλ έβγαλε φωτιά και με απεγνωσμένη επίθεση έδιωξε τον εχθρό απ’ το τείχος.
Τότε ακούστηκε χλαλοή στο Φαράγγι πίσω. Ορκ είχαν συρθεί σαν ποντίκια μέσ’ στον αγωγό απ’ όπου χυνόταν το ρέμα. Είχαν συγκεντρωθεί εκεί στη σκιά των λόφων, περιμένοντας η επίθεση από ψηλά να ανάψει για καλά κι όλοι σχεδόν οι υπερασπιστές να τρέξουν στην κορφή του τείχους. Τότε πήδηξαν έξω. Μερικοί είχαν κιόλας μπει βαθιά στο Φαράγγι και βρίσκονταν ανάμεσα στ’ άλογα πολεμώντας με τους φρουρούς.
Ο Γκίμλι πήδηξε κάτω απ’ το τείχος μ’ ένα άγριο ξεφωνητό, που αντήχησε στους λόφους.
— Khazâd! Khazâd!
Σε λίγο είχε αρκετή δουλειά.
— Άι-όι! φώναξε. Οι Ορκ είναι μέσ’ απ’ το τείχος. Άι-όι! Έλα, Λέγκολας! Έχει αρκετούς και για τους δυο μας. Khazâd ai-mênu!
Ο γερο-Γκάμλινγκ κοίταξε κάτω από το Φρούριο της Σάλπιγγας, όταν άκουσε τη μεγάλη φωνή του Νάνου πάνω απ’ όλο το χαλασμό.
— Οι Ορκ μπήκαν στο Φαράγγι! φώναξε. Χελμ! Χελμ! Εμπρός, Χελμίνγκας! ξεφώνισε καθώς κατρακύλησε τη σκάλα του Βράχου με πολλούς άντρες του Γουέστφολντ πίσω του.
Η επίθεσή τους ήταν άγρια και ξαφνική και οι Ορκ υποχώρησαν μπροστά τους. Σε λίγο τους είχαν κυκλώσει στα στενά του φαραγγιού κι άλλοι σκοτώθηκαν κι άλλοι υποχώρησαν ουρλιάζοντας προς το βάραθρο του Φαραγγιού, για να τσακιστούν μπροστά στους φρουρούς των κρυφών σπηλαίων.
— Είκοσι ένας! φώναξε ο Γκίμλι.
Έριξε μια ακόμα τσεκουριά και με τα δυο του χέρια και ξάπλωσε τον τελευταίο Ορκ μπροστά στα πόδια του.
— Τώρα ξεπέρασα το Λέγκολας πάλι.
— Πρέπει να κλείσουμε τούτη την ποντικότρυπα, είπε ο Γκάμλινγκ. Λένε πως οι Νάνοι είναι δαιμόνιοι με τις πέτρες. Δώσε μας τη βοήθειά σου, αυθέντη!
— Δεν πελεκάμε την πέτρα με της μάχης τα πελέκια, ούτε με τα νύχια μας, είπε ο Γκίμλι. Αλλά θα βοηθήσω όπως μπορώ.
Μάζεψαν όσα βράχια και κομματιασμένες πέτρες μπορούσαν να βρουν εκεί κοντά και ακολουθώντας τις οδηγίες του Γκίμλι οι άντρες του Γουέστφολντ απέκλεισαν την εσωτερική διέξοδο του αγωγού, έτσι που έμεινε μόνο ένα στενό πέρασμα. Τότε το Ρέμα του Φαραγγιού, φουσκωμένο απ’ τη βροχή, χοχλάκιζε και χτυπιόταν στην αποκλεισμένη του διέξοδο κι απλώθηκε αργά σχηματίζοντας κρύες λιμνούλες απ’ άκρη σ’ άκρη.
— Θα ’ναι πιο στεγνά ψηλότερα, είπε ο Γκίμλι. Έλα, Γκάμλινγκ, πάμε να δούμε πώς πάνε τα πράγματα στο τείχος!
Ανέβηκε πάνω και βρήκε το Λέγκολας πλάι στον Άραγκορν και στον Έομερ. Το ξωτικό ακόνιζε το μακρύ του μαχαίρι. Η έφοδος είχε κοπάσει για λίγο, μια και η προσπάθεια να εισχωρήσουν μέσα από τον αγωγό είχε αποκρουστεί.
— Είκοσι ένας! είπε ο Γκίμλι.
— Σπουδαία! είπε ο Λέγκολας. Εγώ όμως τώρα μετρώ δύο δωδεκάδες. Δούλεψαν τα μαχαίρια εδώ πάνω.
Ο Έομερ κι ο Άραγκορν έγειραν κουρασμένοι στα σπαθιά τους. Πέρα, αριστερά, τα χτυπήματα κι ο Θόρυβος της μάχης στο Βράχο υψώθηκε δυνατά πάλι. Αλλά το Φρούριο της Σάλπιγγας βαστούσε ακόμα γερά, σαν νησί στη θάλασσα. Οι πύλες του ήταν πεσμένες κομμάτια· αλλά πάνω απ’ το οδόφραγμα με τις πέτρες και τα καδρόνια κανένας εχθρός δεν είχε ακόμα περάσει.
Ο Άραγκορν κοίταξε τα χλωμά αστέρια και το φεγγάρι που τώρα έγερνε πίσω απ’ τους δυτικούς λόφους που περικύκλωναν την κοιλάδα.
— Αυτή η νύχτα είναι ατέλειωτη, σαν χρόνος, είπε. Πόσο ακόμα θα καθυστερήσει η μέρα;
— Η αυγή δεν είναι μακριά, είπε ο Γκάμλινγκ, που είχε τώρα ανέβει πλάι του. Αλλά φοβάμαι πως η αυγή δε θα μας βοηθήσει.
— Η αυγή, όμως, είναι πάντα η ελπίδα των ανθρώπων, είπε ο Άραγκορν.
— Αλλά αυτά τα πλάσματα του Ίσενγκαρντ, αυτοί οι μισο-όρκ και οι ανθρωπο-καλικάντζαροι, που η βρομερή τέχνη του Σάρουμαν έχει γεννήσει, δε θα υποχωρήσουν όταν βγει ο ήλιος, είπε ο Γκάμλινγκ. Ούτε και οι άγριοι άντρες των λόφων. Δεν ακούς τις φωνές τους;