— Τις ακούω, είπε ο Έομερ, αλλά στα δικά μου αυτιά δεν είναι παρά μόνον κραυγές πουλιών και μουγκρίσματα ζώων.
— Είναι όμως πολλοί που φωνάζουν στη γλώσσα της Μαυροχώματης Χώρας, είπε ο Γκάμλινγκ. Την ξέρω αυτή τη γλώσσα. Είναι αρχαία γλώσσα των ανθρώπων και κάποτε τη μιλούσαν σε πολλές δυτικές κοιλάδες του Μαρκ. Ακούστε! Μας μισούν και χαίρονται, γιατί έχουν σίγουρη την ήττα μας. «Το βασιλιά, το βασιλιά!» ξεφωνίζουν. «Θα πιάσουμε το βασιλιά τους. Θάνατος στους Φόργκοϊλ! Θάνατος στους Αχυρομάλληδες! Θάνατος στους ληστές του Βορρά!» Έτσι μας φωνάζουν. Ούτε σε μισή χιλιάδα χρόνια δεν έχουν ξεχάσει την αδικία πως οι άρχοντες της Γκόντορ έδωσαν το Μαρκ στον Έορλ το Νεαρό και συμμάχησαν μαζί του. Αυτό το παλιό μίσος το έχει υποδαυλίσει ο Σάρουμαν. Είναι άγριος λαός όταν ξεσηκωθούν. Τώρα δε θα υποχωρήσουν ούτε δειλινό ούτε αυγή, ώσπου ή να πιάσουν το Θέοντεν ή να πέσουν.
— Πάντως, εμένα η μέρα θα μου δώσει ελπίδα, είπε ο Άραγκορν. Δε λένε πως κανένας εχθρός δεν έχει ποτέ πατήσει το Φρούριο της Σάλπιγγας, αν το υπερασπίζονταν άντρες;
— Έτσι λένε οι τροβαδούροι, είπε ο Έομερ.
— Τότε, ας το υπερασπιστούμε κι ας ελπίζουμε! είπε ο Άραγκορν.
Ενώ κουβέντιαζαν ακόμα, ακούστηκαν σάλπιγγες. Ύστερα ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος και μια λάμψη και καπνός. Τα νερά απ’ το Ρέμα του Φαραγγιού χύθηκαν έξω σφυρίζοντας αφρισμένα, ανεμπόδιστα· μια μεγάλη τρύπα έχασκε στον ανατιναγμένο βράχο. Πολλές σκοτεινές σκιές ξεχύθηκαν μέσα.
— Παλιοδουλειά του Σάρουμαν! φώναξε ο Άραγκορν. Ξαναμπήκαν στον αγωγό πάλι, ενώ εμείς κουβεντιάζαμε, κι έχουν ανάψει τη φωτιά του Όρθανκ κάτω από τα πόδια μας. Έλεντιλ, Έλεντιλ! ξεφώνισε πηδώντας κάτω στο ρήγμα.
Αλλά την ίδια ώρα εκατοντάδες σκάλες σηκώθηκαν πάνω στις επάλξεις. Πάνω από το τείχος και κάτω από το τείχος η τελευταία έφοδος ξέσπασε σαν μαύρο κύμα πάνω σε αμμόλοφο. Η άμυνα σαρώθηκε. Μερικοί από τους Καβαλάρηδες αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν, όλο και πιο βαθιά στο Φαράγγι, πολεμώντας και πέφτοντας καθώς υποχωρούσαν, βήμα βήμα, προς τις σπηλιές. Άλλοι υποχωρούσαν πολεμώντας προς το φρούριο.
Μια φαρδιά σκάλα ανέβαινε απ’ το Φαράγγι πάνω στο Βράχο και στην πίσω πύλη του Φρουρίου της Σάλπιγγας. Κοντά στη βάση της στεκόταν ο Άραγκορν. Στο χέρι του εξακολουθούσε ν’ αστράφτει ο Αντούριλ και ο τρόμος του σπαθιού συγκράτησε για λίγο τον εχθρό, καθώς ένας ένας, όλοι όσοι μπορούσαν ν’ ανεβούν τη σκάλα, περνούσαν ανεβαίνοντας για την πύλη. Πίσω στα ψηλότερα σκαλιά βρισκόταν γονατισμένος ο Λέγκολας. Το τόξο του ήταν έτοιμο, αλλά ένα μόνο βέλος, που είχε μαζέψει από χάμω, ήταν όλο κι όλο που του είχε μείνει και κοίταζε προσεκτικά τώρα, έτοιμος να ρίξει στον πρώτο Ορκ που θα τολμούσε να πλησιάσει τη σκάλα.
— Όλοι, όσοι μπορούν, είναι τώρα μέσα ασφαλισμένοι, Άραγκορν, φώναξε. Έλα πίσω!
Ο Άραγκορν γύρισε κι ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα· αλλά καθώς έτρεχε, παραπάτησε απ’ την κούραση. Αμέσως οι εχθροί του όρμησαν καταπάνω του. Ανέβαιναν οι Ορκ, ουρλιάζοντας, με τα μακριά τους χέρια απλωμένα να τον αρπάξουν. Ο πρώτος πρώτος έπεσε με το τελευταίο βέλος του Λέγκολας στο λαιμό του, αλλά οι υπόλοιποι πήδηξαν από πάνω του. Τότε ένας τεράστιος βράχος, ριγμένος απ’ το εξωτερικό τείχος ψηλά, έπεσε στη σκάλα και τους πέταξε πίσω στο Φαράγγι. Ο Άραγκορν έφτασε γρήγορα στην πύλη, που έκλεισε πίσω του με πάταγο.
— Τα πράγματα δεν πάνε καλά, φίλοι μου, είπε, σκουπίζοντας τον ιδρώτα απ’ το πρόσωπό του με το μανίκι του.
— Είναι αρκετά άσχημα, είπε ο Λέγκολας, όμως, όχι ακόμα απελπιστικά, όσο σ’ έχουμε μαζί μας. Πού είναι ο Γκίμλι;
— Δεν ξέρω, είπε ο Άραγκορν. Τελευταία τον είδα να πολεμάει εκεί πίσω από το τείχος, αλλά ο εχθρός μάς χώρισε.
— Αλίμονο! Αυτά είναι άσχημα νέα.
— Είναι γερός και δυνατός, είπε ο Άραγκορν. Ας ελπίσουμε πως θα ξεφύγει στις σπηλιές. Εκεί θα είναι ασφαλισμένος για λίγο. Πιο ασφαλισμένος από μας. Τέτοιο καταφύγιο θ’ αρέσει οπωσδήποτε σε νάνο.
— Αυτή θα πρέπει να ’ναι η ελπίδα μου, είπε ο Λέγκολας. Αλλά μακάρι να είχε έρθει από δω. Ήθελα να πω στον κυρ Γκίμλι πως τώρα μετράω τριάντα εννιά.
— Αν καταφέρει και φτάσει στις σπηλιές, θα ξεπεράσει το μέτρημά σου πάλι, γέλασε ο Άραγκορν. Πρώτη μου φορά βλέπω να δουλεύουν έτσι πελέκι.
— Πρέπει να πάω να ψάξω για μερικά βέλη, είπε ο Λέγκολας. Μακάρι να τέλειωνε αυτή η νύχτα και να ’χα καλύτερο φως για σημάδι.
Ο Άραγκορν μπήκε τώρα στο φρούριο. Εκεί στεναχωρέθηκε πολύ όταν έμαθε πως ο Έομερ δεν είχε φτάσει στο Φρούριο της Σάλπιγγας.