Выбрать главу

— Όχι, δεν ήρθε στο Βράχο, είπε κάποιος απ’ τους άντρες του Γουέσφολντ. Τον είδα για τελευταία φορά να μαζεύει τους άντρες γύρω του και να πολεμάει στο στόμιο του Φαραγγιού. Μαζί του ήταν ο Γκάμλινγκ κι ο νάνος· αλλά εγώ δεν μπόρεσα να τους πλησιάσω.

Ο Άραγκορν διέσχισε την εσωτερική αυλή κι ανέβηκε σ’ ένα διαμέρισμα ψηλά στον πύργο. Εκεί στεκόταν ο βασιλιάς, μια σκοτεινή μορφή στο στενό παράθυρο, και κοίταζε κάτω την κοιλάδα.

— Τι νέα, Άραγκορν; είπε.

— Το Τείχος του Φαραγγιού έπεσε, άρχοντα, κι όλη η άμυνα υποχώρησε· αλλά πολλοί γλίτωσαν εδώ στο Βράχο.

— Είναι ο Έομερ εδώ;

— Όχι, άρχοντα. Αλλά πολλοί από τους άντρες σου υποχώρησαν στο Φαράγγι· και μερικοί λένε πως ο Έομερ ήταν ανάμεσά τους. Στα στενά ίσως μπορέσουν να συγκρατήσουν τον εχθρό και να φτάσουν στις σπηλιές. Τι ελπίδες έχουν ύστερα δεν ξέρω.

— Περισσότερες από μας. Έχουν πολλές προμήθειες, λένε. Κι ο αέρας είναι καθαρός εκεί, γιατί έχει αεραγωγούς ανάμεσα στις ρωγμές των βράχων ψηλά. Κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει την είσοδο, αν οι άντρες είναι αποφασισμένοι να μην τον αφήσουν. Μπορεί να κρατήσουν πολύ.

— Οι Ορκ όμως έχουν φέρει μαγικές τέχνες απ’ το Όρθανκ, είπε ο Άραγκορν. Έχουν εκρηκτική φωτιά και μ’ αυτή πήραν το Τείχος. Αν δεν μπορούν να μπουν στις σπηλιές, μπορεί να κλείσουν μέσα εκείνους που βρίσκονται εκεί. Τώρα όμως πρέπει να στρέψουμε όλες μας τις σκέψεις στη δική μας άμυνα.

— Μ’ εκνευρίζει αυτή η φυλακή, είπε ο Θέοντεν. Αν μπορούσα να πάρω ένα κοντάρι και να μπω επικεφαλής των αντρών μου έξω, ίσως να είχα νιώσει ξανά τη χαρά της μάχης κι έτσι να τελείωνα. Αλλά εδώ δεν προσφέρω σχεδόν τίποτα.

— Εδώ τουλάχιστον είσαι προφυλαγμένος στο πιο ισχυρό φρούριο του Μαρκ, είπε ο Άραγκορν. Έχουμε μεγαλύτερες ελπίδες να σε υπερασπιστούμε στο Φρούριο της Σάλπιγγας παρά στο Έντορας ή ακόμα και στο Ντανχάροου στα βουνά.

— Λέγεται πως το Φρούριο της Σάλπιγγας ποτέ δεν υπέκυψε σε επίθεση, είπε ο Θέοντεν αλλά τώρα η καρδιά μου αμφιβάλλει. Ο κόσμος αλλάζει κι αυτό που κάποτε ήταν ισχυρό αποδεικνύεται τώρα αμφίβολο. Πώς μπορεί ένας πύργος ν’ αντισταθεί σε τέτοιο πλήθος και σε τέτοιο παράτολμο μίσος; Αν ήξερα πως η δύναμη του Ίσενγκαρντ είχε μεγαλώσει τόσο πολύ, ίσως δε θα είχα ξεκινήσει τόσο απερίσκεπτα να την αντιμετωπίσω, παρ’ όλες τις μηχανές του Γκάνταλφ. Οι συμβουλές του τώρα δε μου φαίνονται τόσο καλές, όσο μου φάνηκαν στο φως του πρωινού.

— Μην κρίνεις τις συμβουλές του Γκάνταλφ, αν δεν τελειώσουν όλα, άρχοντα, είπε ο Άραγκορν.

— Το τέλος δε θ’ αργήσει, είπε ο Βασιλιάς. Αλλά δε θα τελειώσω εδώ, πιασμένος σαν τον γερο-ασβό στην παγίδα. Ο Ασπροχαίτης και ο Χάσουφελ και τ’ άλογα της φρουράς μου βρίσκονται στην εσωτερική αυλή. Όταν έρθει η αυγή θα διατάξω να σαλπίσουν το βούκινο του Χελμ και θα εξορμήσω. Θα ’ρθεις μαζί μου τότε, γιε του Άραθορν; Ίσως ν’ ανοίξουμε δρόμο ή να βρούμε τέτοιο τέλος που ν’ αξίζει να το τραγουδήσουν — αν μείνει κανείς να τραγουδήσει για μας στο μέλλον.

— Θα ’ρθω μαζί σου, είπε ο Άραγκορν.

Έφυγε και γύρισε πίσω στα τείχη και τα πέρασε ένα γύρο, δίνοντας θάρρος στους άντρες και προσφέροντας τη βοήθειά του όπου η επίθεση ήταν πιο άγρια. Ο Λέγκολας πήγε μαζί του. Εκρήξεις φωτιάς τινάζονταν από κάτω τραντάζοντας τα θεμέλια. Άγκιστρα εκσφενδονίζονταν και σκάλες ορθώνονταν. Ξανά και ξανά οι Ορκ έφταναν ως την κορφή του εξωτερικού τείχους και ξανά οι υπερασπιστές τούς έριχναν κάτω.

Τέλος, ο Άραγκορν στάθηκε πάνω από τις μεγάλες πύλες, αδιαφορώντας για τα βέλη του εχθρού. Καθώς κοίταζε έξω, είδε τον ανατολικό ουρανό να χλομιάζει. Τότε σήκωσε το άδειο χέρι του, με την παλάμη προς τα έξω, σημάδι διαπραγματεύσεων.

Οι Ορκ ξεφώνιζαν και κορόιδευαν.

— Έλα κάτω! Έλα κάτω! φώναζαν. Αν θες να μιλήσεις, έλα κάτω! Βγάλτε έξω το βασιλιά σας! Εμείς είμαστε οι Ουρούκ-χάι οι πολεμιστές. Θα τον βγάλουμε απ’ την τρύπα του, αν δεν έρθει. Βγάλτε έξω τον άνανδρο βασιλιά σας που κρύβεται!

— Ο βασιλιάς μένει ή έρχεται με τη δική του θέληση, είπε ο Άραγκορν.

— Τότε, τι κάνεις εσύ εδώ; αποκρίθηκαν. Γιατί κοιτάς έξω; Θέλεις να δεις το μεγαλείο του στρατού μας; Εμείς είμαστε οι Ουρούκ-χάι οι πολεμιστές.

— Κοίταξα να δω την αυγή, είπε ο Άραγκορν.

— Λοιπόν, και τι σχέση έχει η αυγή; κορόιδεψαν. Εμείς είμαστε οι Ουρούκ-χάι — δε σταματάμε τη μάχη νύχτα ή μέρα, με καλοκαιρία ή καταιγίδα. Ερχόμαστε για να σφάξουμε με ήλιο ή φεγγάρι. Τι σχέση έχει η αυγή;

— Κανείς δεν ξέρει τι θα του φέρει η καινούρια μέρα, είπε ο Άραγκορν. Άντε, φύγετε, πριν σας βγει σε κακό.

— Κατέβα ή θα σε ρίξουμε από το τείχος με κανένα βέλος, φώναξαν. Αυτές δεν είναι διαπραγματεύσεις. Δεν έχεις τίποτα να πεις.