Выбрать главу

— Έχω ακόμα να πω τούτο, απάντησε ο Άραγκορν. Κανένας εχθρός δεν έχει ως τώρα πατήσει το Φρούριο της Σάλπιγγας. Φύγετε, ειδαλλιώς κανείς σας δε θα γλιτώσει. Ούτε ένας σας δε θ’ απομείνει ζωντανός να πάει πίσω τα νέα στο Βορρά. Δεν ξέρετε σε τι κίνδυνο βρίσκεστε.

Τόσο μεγάλη δύναμη και βασιλικό μεγαλείο τύλιγαν τον Άραγκορν, καθώς στεκόταν εκεί μονάχος, πάνω απ’ τις κατεστραμμένες πύλες, μπροστά στο στρατό των εχθρών του, ώστε πολλοί απ’ τους άγριους άντρες σταμάτησαν και κοίταξαν πίσω στην κοιλάδα πάνω απ’ τον ώμο τους κι άλλοι κοίταξαν μ’ αμφιβολία τον ουρανό ψηλά. Αλλά οι Ορκ γέλασαν δυνατά· και βροχή από ακόντια και βέλη σφύριξαν πάνω απ’ το τείχος καθώς ο Άραγκορν πήδηξε κάτω.

Ακούστηκε ένα βουητό και μια έκρηξη φωτιάς. Η καμάρα, πάνω από την πύλη που στεκόταν ο Άραγκορν ένα λεπτό πριν, κομματιάστηκε και σωριάστηκε μέσα σε καπνούς και σκόνη. Το οδόφραγμα διαλύθηκε σαν από αστροπελέκι. Ο Άραγκορν έτρεξε στον πύργο του βασιλιά.

Αλλά, ενώ η πύλη έπεσε κι οι Ορκ εκεί γύρω ξεφώνιζαν κι ετοιμάζονταν να επιτεθούν, ένα μουρμουρητό σηκώθηκε πίσω τους, σαν άνεμος που έρχεται από μακριά κι όλο δυνάμωνε κι έγινε κραυγές από πολλές φωνές, που μηνούσαν παράξενα νέα με το ξημέρωμα. Οι Ορκ πάνω στο Βράχο, ακούγοντας τον ψίθυρο του ανήσυχου φόβου, ταλαντεύτηκαν και κοίταξαν πίσω. Και τότε, ξαφνικό και τρομερό, αντήχησε το μεγάλο βούκινο του Χελμ από τον πύργο ψηλά.

Όλοι όσοι άκουσαν το σάλπισμα άρχισαν να τρέμουν. Πολλοί από τους Ορκ έπεσαν μπρούμυτα κι έκλεισαν τ’ αυτιά τους με τα γαμψά τους δάχτυλα. Από το βάθος του Φαραγγιού ήρθε ο αντίλαλος, σάλπισμα στο σάλπισμα, λες και σε κάθε ράχη και λόφο να στεκόταν κι από ένας αντρειωμένος σαλπιγκτής. Αλλά από τα τείχη οι άντρες κοίταξαν ψηλά κι αφουγκράζονταν με απορία· γιατί οι αντίλαλοι δεν έσβησαν. Τα σαλπίσματα συνέχισαν ν’ απλώνονται στους λόφους· τώρα πιο κοντά και δυνατά το ένα απαντούσε στο άλλο, σαλπίζοντας άγρια κι ασυγκράτητα.

— Ο Χελμ! Ο Χελμ! φώναζαν οι Καβαλάρηδες. Ο Χελμ αναστήθηκε κι έρχεται στον πόλεμο. Ο Χελμ για το βασιλιά Θέοντεν!

Και μ’ αυτή την κραυγή ήρθε ο βασιλιάς. Το άλογό του ήταν άσπρο σαν το χιόνι, ολόχρυση η ασπίδα του και μακρύ το κοντάρι του. Στα δεξιά του ήταν ο Άραγκορν, ο διάδοχος του Έλεντιλ, πίσω του ίππευαν οι άρχοντες του Οίκου του Έορλ του Νεαρού. Ο ουρανός φώτισε. Η νύχτα έφυγε.

— Εμπρός, Εορλίγκας!

Με μια φωνή και μεγάλο θόρυβο όρμησαν μπροστά. Κατέβηκαν βουίζοντας στις πύλες, πέρασαν τον υπερυψωμένο δρόμο και άνοιξαν δρόμο ανάμεσα απ’ τις ορδές του Ίσενγκαρντ σαν τον άνεμο ανάμεσα στα χόρτα. Απ’ το Φαράγγι πίσω τους ακούστηκαν οι άγριες κραυγές των αντρών που έβγαιναν από τις σπηλιές κι έπεφταν πάνω στον εχθρό. Έξω χύθηκαν κι όλοι οι άντρες που είχαν απομείνει πάνω στο Βράχο. Και τα σαλπίσματα αντιλαλούσαν ασταμάτητα στους λόφους.

Ασταμάτητα προχωρούσαν ο βασιλιάς και οι σύντροφοι του. Αρχηγοί και πολεμιστές έπεφταν ή έφευγαν στο πέρασμά τους. Ούτε Ορκ ούτε Άνθρωπος δεν μπορούσε να τους αντισταθεί. Γύρισαν τις πλάτες στα σπαθιά και στα κοντάρια των Καβαλάρηδων και τα πρόσωπα στην κοιλάδα. Ξεφώνιζαν και θρηνούσαν, γιατί, με το ξημέρωμα, τους κατέλαβε δέος και μεγάλος φόβος.

Έτσι, λοιπόν, ο Βασιλιάς Θέοντεν βγήκε από την Πύλη του Χελμ κι άνοιξε δρόμο ως το μεγάλο Χαντάκι. Εκεί ο λόχος σταμάτησε. Το φως δυνάμωσε γύρω τους. Φωτεινές δέσμες χάραξαν τον ουρανό πάνω από τους ανατολικούς λόφους και έκαναν τα κοντάρια τους να γυαλίσουν. Αυτοί όμως κάθονταν σιωπηλοί στ’ άλογά τους και κοίταζαν πέρα το Λαγκάδι του Φαραγγιού.

Το τοπίο είχε αλλάξει. Εκεί που πρώτα απλωνόταν η πράσινη κοιλάδα, με τις δροσερές πλαγιές της ν’ αγκαλιάζουν τους κυματιστούς λόφους, τώρα υψωνόταν ένα δάσος. Τεράστια δέντρα, γυμνά και σιωπηλά, στέκονταν σειρές ατέλειωτες, με μπλεγμένα κλαδιά και λευκασμένα κεφάλια· οι στριφογυριστές τους ρίζες ήταν χωμένες μες στο ψηλό πράσινο χορτάρι. Σκοτεινή ήταν η σκιά τους. Ανάμεσα στο Χαντάκι και στις αρχές αυτούς του ανώνυμου δάσους υπήρχε κάπου τετρακόσιες γιάρδες ανοιχτός χώρος. Εκεί είχαν τώρα ζαρώσει φοβισμένες οι περήφανες ορδές του Σάρουμαν, τρέμοντας και το Βασιλιά και τα δέντρα. Σαν ποταμός κατρακύλησαν από την Πύλη του Χελμ, ώσπου όλη η περιοχή πάνω από το Χαντάκι άδειασε, αλλά από την κάτω μεριά ήταν στριμωγμένοι σαν κοπάδι μύγες. Μάταια σέρνονταν και σκαρφάλωναν στις πλευρές του λαγκαδιού γυρεύοντας διέξοδο. Ανατολικά, η πλευρά της κοιλάδας ήταν απόκρημνη, όλο κατσάβραχα— αριστερά, από τα δυτικά, πλησίαζε το τέλος τους.

Εκεί, ξαφνικά, πάνω σε μια ράχη, φάνηκε ένας καβαλάρης, ντυμένος κάτασπρα, λάμποντας στο φως του ήλιου που ανάτελλε. Πάνω στους χαμηλότερους λόφους αντηχούσαν οι σάλπιγγες. Πίσω του, κατεβαίνοντας βιαστικά τις πλαγιές, ήταν χίλιοι άντρες πεζοί με τα σπαθιά στο χέρι. Ανάμεσά τους βάδιζε ένας ψηλός και δυνατός άντρας. Η ασπίδα του ήταν κόκκινη. Μόλις έφτασε στην άκρη της κοιλάδας, έβαλε στο στόμα του ένα μεγάλο μαύρο βούκινο κι έβγαλε ένα εκκωφαντικό σάλπισμα.