— Ο Έρκενμπραντ! φώναξαν οι Καβαλάρηδες. Ο Έρκενμπραντ!
— Να ο Άσπρος Καβαλάρης! φώναξε ο Άραγκορν. Ο Γκάνταλφ ήρθε πάλι!
— Μιθραντίρ, Μιθραντίρ! είπε ο Λέγκολας. Αυτό είναι στ’ αλήθεια μαγεία! Ελάτε! Θα ’θελα να ρίξω μια ματιά σ’ αυτό το δάσος, πριν αλλάξουν τα μάγια.
Οι ορδές του Ίσενγκαρντ μούγκριζαν, πήγαιναν δώθε κείθε, πέφτοντας απ’ το κακό στο χειρότερο. Αντήχησε ξανά το βούκινο απ’ τον πύργο. Από την είσοδο του Χαντακιού όρμησε ο λόχος του βασιλιά. Απ’ τους λόφους ψηλά όρμησε ο Έρκενμπραντ, ο άρχοντας του Γουέστφολντ. Κάτω κάλπασε κι ο Ίσκιος, σαν το ελάφι που τρέχει με σίγουρα πόδια στα βουνά. Ο Άσπρος Καβαλάρης τούς έφτασε κι ο τρόμος του ερχομού του τους αποτρέλανε. Οι άγριοι άντρες έπεσαν καταγής μπροστά του. Οι Ορκ τρέκλισαν και ξεφώνισαν, πέταξαν σπαθιά και κοντάρια. Σκόρπισαν σαν το μαύρο καπνό που τον παρασέρνει δυνατός άνεμος. Θρηνώντας μπήκαν κάτω απ’ τη σκιά των δέντρων που περίμεναν κι απ’ αυτή τη σκιά κανείς δεν ξαναβγήκε πια.
Κεφάλαιο VIII
Ο ΔΡΟΜΟΣ για ΤΟ ΙΣΕΝΓΚΑΡΝΤ
Κι έτσι έγινε, λοιπόν, ώστε στο φως ενός ωραίου πρωινού ο Βασιλιάς Θέοντεν κι ο Γκάνταλφ, ο Άσπρος Καβαλάρης, να συναντηθούν ξανά στο πράσινο χορτάρι πλάι στο Ρέμα του Φαραγγιού. Εκεί ήταν επίσης ο Άραγκορν ο γιος του Άραθορν, ο Λέγκολας το Ξωτικό, ο Έρκενμπραντ του Γουέστφολντ και οι άρχοντες του Χρυσού Παλατιού. Γύρω τους ήταν συγκεντρωμένοι οι Ροχίριμ, οι Καβαλάρηδες του Μαρκ — η κατάπληξη όμως ξεπέρασε τη χαρά τους για τη νίκη και . τα μάτια τους ήταν γυρισμένα κατά το δάσος.
Ξαφνικά ακούστηκε μια μεγάλη ιαχή και ήρθαν κατηφορίζοντας απ’ το Χαντάκι εκείνοι που είχαν αναγκαστεί να υποχωρήσουν βαθιά μέσα στο Φαράγγι. Έφτασε ο Γκάμλινγκ ο Γέρος, ο Έομερ ο γιος του Έομουντ και στο πλευρό τους ο Γκίμλι ο νάνος. Δεν είχε κράνος και γύρω απ’ το κεφάλι του ήταν ένας λινός επίδεσμος ποτισμένος αίμα· αλλά η φωνή του ήταν γερή και δυνατή.
— Σαράντα δύο, κύριε Λέγκολας! φώναξε. Κρίμα! Το τσεκούρι μου στόμωσε — ο τεσσαρακοστός δεύτερος φορούσε σιδερένιο κολάρο στο λαιμό του. Εσύ πώς πήγες;
— Με ξεπέρασες κατά έναν, απάντησε ο Λέγκολας. Αλλά δε σου κρατώ κακία, τόσο χαρούμενος είμαι που σε βλέπω όρθιο!
— Καλώς ήρθες, Έομερ γιε της αδελφής μου! είπε ο Θέοντεν. Τώρα που σε βλέπω σώο και αβλαβή, η χαρά μου είναι στ’ αλήθεια μεγάλη.
— Χαίρε, Άρχοντα του Μαρκ! είπε ο Έομερ. Η σκοτεινή νύχτα πέρασε κι ήρθε ξανά η μέρα. Μα η μέρα έχει φέρει παράξενα νέα.
Γύρισε και κοίταξε μ’ απορία πρώτα το δάσος κι ύστερα τον Γκάνταλφ.
— Για άλλη μια φορά έρχεσαι σε ώρα ανάγκης, χωρίς να σε περιμένουμε, είπε.
— Χωρίς να με περιμένετε; είπε ο Γκάνταλφ. Μα το είπα πως θα γυρίσω και θα σας συναντήσω εδώ.
— Αλλά δεν είπες την ώρα, ούτε προείπες τον τρόπο του ερχομού σου. Φέρνεις παράξενη βοήθεια. Στη μαγεία είσαι άφθαστος, Γκάνταλφ Λευκέ!
— Ίσως. Πάντως, αν είναι έτσι, δεν την έχω δείξει ακόμα. Δεν έκανα τίποτ’ άλλο παρά να δώσω καλές συμβουλές στον κίνδυνο και να χρησιμοποιήσω την ταχύτητα του Ίσκιου. Η ανδρεία σου έχει κάνει περισσότερα, καθώς και τα γερά πόδια των αντρών του Γουέστφολντ που βάδιζαν όλη τη νύχτα.
Τότε όλοι κοίταξαν τον Γκάνταλφ με ακόμα μεγαλύτερη απορία. Μερικοί κοίταξαν σκοτεινιασμένα το δάσος και έτριψαν με τα χέρια τους τα μάτια τους, λες και νόμιζαν πως άλλα έβλεπαν τα δικά τους μάτια και άλλα τα δικά του.
Ο Γκάνταλφ γέλασε χαρούμενα πολλή ώρα.
— Τα δέντρα; είπε. Όχι, βλέπω κι εγώ το δάσος τόσο καθαρά, όσο κι εσείς. Αλλ’ αυτό δεν είναι δικό μου έργο. Είναι κάτι έξω από τις συμβουλές των σοφών. Έχει αποδειχτεί καλύτερο απ’ το δικό μου σχέδιο κι ακόμα καλύτερο απ’ ό,τι έλπιζα.
— Τότε, αν δεν είναι δικά σου, τίνος είναι τα μάγια; είπε ο Θέοντεν. Είναι ολοφάνερο πως δεν είναι του Σάρουμαν. Υπάρχει κάποιος μεγαλύτερος σοφός που δεν τον έχουμε ακόμα ακουστά;
— Δεν είναι μάγια, αλλά μια δύναμη πολύ πιο παλιά, είπε ο Γκάνταλφ, μια δύναμη που περιφερόταν στη γη, πριν το ξωτικό να τραγουδήσει ή το σφυρί ν’ αντηχήσει.
— Και ποια μπορεί να είναι η λύση στο αίνιγμά σου; είπε ο Θέοντεν.