Выбрать главу

— Αν θέλεις να τη μάθεις, πρέπει να έρθεις μαζί μου στο Ίσενγκαρντ, απάντησε ο Γκάνταλφ.

— Στο Ίσενγκαρντ; φώναξαν.

— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ. Εγώ θα επιστρέψω στο Ίσενγκαρντ κι όλοι όσοι θέλουν μπορούν να ’ρθουν μαζί μου. Εκεί μπορεί να δούμε παράξενα πράγματα.

— Μα δεν υπάρχουν αρκετοί άντρες στο Μαρκ, ακόμα κι αν όλοι μαζεύονταν εδώ θεραπευμένοι απ’ τις πληγές και την κούραση, για να επιτεθούν στο φρούριο του Σάρουμαν, είπε ο Θέοντεν.

— Πάντως, εγώ πάω στο Ίσενγκαρντ, είπε ο Γκάνταλφ. Δε θα μείνω εκεί πολύ. Ο δρόμος μου τώρα βρίσκεται ανατολικά. Γύρεψε να με δεις στο Έντορας πριν τη χάση του φεγγαριού!

— Όχι! είπε ο Θέοντεν. Τη μαύρη ώρα πριν την αυγή αμφέβαλα, αλλά δε θα χωρίσουμε τώρα. Θα έρθω μαζί σου, αν αυτή είναι η συμβουλή σου.

— Τώρα θέλω να μιλήσω με το Σάρουμαν, όσο πιο γρήγορα γίνεται, είπε ο Γκάνταλφ, κι αφού σου έχει κάνει μεγάλο κακό, θα ταίριαζε αν ήσουν κι εσύ εκεί. Αλλά πόσο σύντομα και με πόση ταχύτητα θα ταξιδέψεις;

— Οι άντρες μου είναι κατάκοποι απ’ τη μάχη, είπε ο Βασιλιάς· κι είμαι κι εγώ κουρασμένος. Γιατί ταξίδεψα πολύ και κοιμήθηκα λίγο. Αλίμονο! Τα γηρατειά μου δεν είναι προσποιητά ούτε οφείλονται μόνο στα ψιθυρίσματα του Φιδόγλωσσου. Είναι μια αρρώστια που κανείς γιατρός δεν μπορεί να γιατρέψει τελείως, ούτε κι ο Γκάνταλφ.

— Τότε, ας ξεκουραστούν τώρα όλοι όσοι είναι να ’ρθουν μαζί μου, είπε ο Γκάνταλφ. Θα ταξιδέψουμε με τις σκιές του δειλινού. Κι έτσι είναι καλύτερα· γιατί από δω και πέρα η συμβουλή μου είναι όλα τα πηγαινέλα μας να είναι όσο το δυνατόν πιο κρυφά. Πάντως, μη διατάξεις πολλούς άντρες να έρθουν μαζί σου, Θέοντεν. Πάμε για διαπραγματεύσεις, όχι για μάχη.

Ο Βασιλιάς τότε διάλεξε άντρες που δεν είχαν λαβωθεί κι είχαν γοργοπόδαρα άλογα και τους έστειλε να διαδώσουν τη νίκη σε κάθε κοιλάδα του Μαρκ· και να μεταφέρουν και το κάλεσμά του επίσης, που ζητούσε απ’ όλους τους άντρες, νέους και γέρους, να πάνε γρήγορα στο Έντορας. Εκεί ο Άρχοντας του Μαρκ θα συγκέντρωνε όλους τους άντρες που μπορούσαν να κρατήσουν όπλο, τη δεύτερη μέρα μετά την πανσέληνο. Για να πάνε μαζί του στο Ίσενγκαρντ ο Βασιλιάς διάλεξε τον Έομερ και είκοσι άντρες του παλατιού του. Μαζί με τον Γκάνταλφ θα πήγαιναν ο Άραγκορν, ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι. Παρά την πληγή του ο νάνος δεν έμενε πίσω με κανέναν τρόπο.

— Δεν ήταν παρά ένα αδύνατο χτύπημα και το εξοστράκισε το κράνος, είπε. Θα χρειαζόταν παραπάνω από μια ψευτογρατσουνιά των Ορκ για να με κρατήσει πίσω.

— Θα την περιποιηθώ, όσο θα ξεκουράζεσαι, είπε ο Άραγκορν.

Ο βασιλιάς τώρα γύρισε στο Φρούριο της Σάλπιγγας και κοιμήθηκε τέτοιον ήσυχο ύπνο, που είχε πολλά χρόνια να τον κάνει, και οι υπόλοιποι από τη διαλεγμένη ομάδα ξεκουράστηκαν κι αυτοί. Αλλά οι άλλοι, όλοι όσοι δεν ήταν χτυπημένοι ή λαβωμένοι, καταπιάστηκαν με μεγάλο άθλο· γιατί πολλοί είχαν πέσει στη μάχη και κείτονταν νεκροί στο πεδίο της μάχης ή στο Φαράγγι.

Κανένας Ορκ δεν έμεινε ζωντανός· τα κορμιά τους αμέτρητα. Αλλά πάρα πολλοί απ’ τους ανθρώπους των λόφων είχαν παραδοθεί· και ήταν φοβισμένοι και ζητούσαν έλεος.

Οι Άντρες του Μαρκ τους πήραν τα όπλα και τους έστρωσαν στη δουλειά.

— Τώρα βοηθήστε να διορθώσουμε το κακό που βοηθήσατε κι εσείς να γίνει, είπε ο Έρκενμπραντ· και μετά θα δώσετε όρκο ποτέ να μη διασχίσετε τα Περάσματα του Ίσεν οπλισμένοι, ούτε να συμμαχήσετε με τους εχθρούς των Ανθρώπων και τότε θα γυρίσετε ελεύθεροι στη χώρα σας. Γιατί σας εξαπάτησε ο Σάρουμαν. Πολλοί από σας βρήκανε το θάνατο σαν ανταμοιβή της εμπιστοσύνης σας σ’ αυτόν αλλά ακόμα κι αν είχατε νικήσει, ο μισθός σας δε θα ήταν και πολύ καλύτερος.

Οι άνθρωποι της Μαυροχώματης Χώρας έμειναν κατάπληκτοι, γιατί ο Σάρουμαν τους είχε πει πως οι άντρες του Ρόαν ήταν ανελέητοι κι έκαιγαν ζωντανούς τους αιχμαλώτους.

Στη μέση του λιβαδιού, μπροστά στο Φρούριο της Σάλπιγγας, υψώθηκαν δυο τύμβοι, όπου έθαψαν όλους τους Καβαλάρηδες του Μαρκ που έπεσαν στην άμυνα, εκείνους απ’ τις Ανατολικές Κοιλάδες απ’ τη μια μεριά, κι εκείνους απ’ το Γουέστφολντ από την άλλη. Σ’ ένα μνήμα μοναχός του, κάτω από τη Σκιά του Φρουρίου της Σάλπιγγας, κείτονταν ο Χάμα, λοχαγός της φρουράς του Βασιλιά. Έπεσε μπροστά στην Πύλη.

Τους Ορκ τους μάζεψαν σε μεγάλους σωρούς, μακριά από τους τύμβους των Αντρών, κοντά στις αρχές του δάσους. Και οι άνθρωποι ανησυχούσαν γιατί οι σωροί των πτωμάτων παραήταν μεγάλοι για θάψιμο ή για κάψιμο. Είχαν ελάχιστα ξύλα για ν’ ανάψουν φωτιά και κανείς δε θα τολμούσε να σηκώσει τσεκούρι στα παράξενα δέντρα, ακόμα κι αν δεν τους είχε προειδοποιήσει ο Γκάνταλφ να μην τολμήσουν να πειράξουν ούτε φλούδα ούτε κλαδί, γιατί μεγάλο κακό θα τους έβρισκε.