— Αφήστε τους Ορκ έτσι, είπε ο Γκάνταλφ. Το πρωί μπορεί να φέρει κάποια καινούρια ιδέα.
Το απόγευμα, το απόσπασμα του Βασιλιά ετοιμάστηκε να ξεκινήσει. Η δουλειά της ταφής μόλις τότε άρχιζε· κι ο Θέοντεν πένθησε για το χαμό του Χάμα, του λοχαγού του, κι έριξε το πρώτο χώμα πάνω στον τάφο του.
— Πραγματικά ο Σάρουμαν έχει κάνει μεγάλο κακό και σ’ εμένα και σ’ όλον αυτόν τον τόπο, είπε, και θα το θυμάμαι σαν ανταμώσουμε.
Ο ήλιος έγερνε κιόλας κατά τους λόφους δυτικά του Λαγκαδιού, όταν τέλος ο Θέοντεν, ο Γκάνταλφ και οι σύντροφοι τους κατηφόρισαν απ’ το Χαντάκι. Πίσω τους ήταν συγκεντρωμένο μεγάλο πλήθος και από Καβαλάρηδες και από τον κόσμο του Γουέστφολντ, νέους και γέρους, γυναίκες και παιδιά, που είχαν έρθει από τις σπηλιές. Έψελναν νικητήριο τραγούδι με καθάριες φωνές· και ύστερα έμειναν σιωπηλοί κι αναρωτιόντουσαν τι θα γινόταν, γιατί το Βλέμμα τους έπεσε στα δέντρα, που τους προξενούσαν φόβο.
Οι Καβαλάρηδες έφτασαν στο δάσος και σταμάτησαν άλογα κι άνθρωποι ήταν απρόθυμοι να μπουν. Τα δέντρα ήταν γκρίζα κι απειλητικά, και τα τύλιγε μια σκιά ή καταχνιά. Οι άκρες των μακριών κλαδιών τους κρέμονταν κάτω σαν ψαχουλευτά δάχτυλα, οι ρίζες τους ξεπετάγονταν μέσ’ από το χώμα σαν μέλη αλλόκοτων τεράτων, και σκοτεινές σπηλιές ανοίγονταν από κάτω τους. Ο Γκάνταλφ όμως προχώρησε μπροστά, οδηγώντας το απόσπασμα, και στο μέρος που ο δρόμος του Φρουρίου της Σάλπιγγας συναντούσε τα δέντρα είδαν τώρα ένα άνοιγμα σαν καμαρωτή πύλη κάτω από τεράστιους κλώνους· και ο Γκάνταλφ πέρασε από κει κι εκείνοι τον ακολούθησαν. Τότε, με μεγάλη έκπληξη, διαπίστωσαν πως ο δρόμος συνέχιζε και το Ρέμα του Φαραγγιού πλάι του· και ο ουρανός ήταν ξεσκέπαστος από πάνω τους λουσμένος χρυσαφένιο φως. Αλλά κι από τις δυο πλευρές το δάσος ήταν κιόλας τυλιγμένο στο σύθαμπο κι απλωνόταν σε αδιαπέραστες σκιές· κι εκεί άκουγαν τα κλαδιά να τρίζουν και να βογκούν και απόμακρα ξεφωνητά, και τον απόηχο από άναρθρες φωνές που μουρμούριζαν θυμωμένα. Δε φαινόταν ούτε Ορκ ούτε άλλο ζωντανό πλάσμα.
Ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι πήγαιναν τώρα μαζί καβάλα σ’ ένα άλογο· και ακολουθούσαν από κοντά τον Γκάνταλφ, γιατί ο Γκίμλι φοβόταν το δάσος.
— Κάνει ζέστη εδώ μέσα, είπε ο Λέγκολας στον Γκάνταλφ. Νιώθω μεγάλη οργή γύρω μου. Δε νιώθεις τον αέρα να πάλλεται στ’ αυτιά σου;
— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ.
— Τι ν’ απόγιναν οι άθλιοι οι Ορκ; είπε ο Λέγκολας.
— Αυτό, νομίζω, πως κανείς δε θα το μάθει ποτέ, είπε ο Γκάνταλφ.
Προχώρησαν σιωπηλά για λίγο· αλλά ο Λέγκολας κοίταζε συνεχώς δεξιά κι αριστερά και πολλές φορές θα ’χε σταματήσει ν’ ακούσει τις φωνές του δάσους, αν τον είχε αφήσει ο Γκίμλι.
— Αυτά είναι τα πιο παράξενα δέντρα που έχω δει ποτέ μου, είπε· κι έχω δει πολλές βελανιδιές να μεγαλώνουν από βελανίδι ως τα βαθιά γεράματα. Θα ’θελα να είχα ώρα τώρα να περπατήσω ανάμεσά τους -έχουν φωνές και με τον καιρό ίσως μπορούσα να καταλάβω τη σκέψη τους.
— Όχι, όχι! είπε ο Γκίμλι. Πάμε να φύγουμε! Εγώ μαντεύω κιόλας τη σκέψη τους — μίσος για όλα όσα περπατούν με δύο πόδια· λένε μονάχα πώς να συντρίψουν και να στραγγαλίσουν.
— Όχι όλα όσα περπατούν με δυο πόδια, είπε ο Λέγκολας. Εδώ νομίζω πως κάνεις λάθος. Τους Ορκ είναι που μισούν. Δεν είναι ντόπια και πολύ λίγα ξέρουν για Ξωτικά και Ανθρώπους. Είναι μακριά πολύ οι κοιλάδες, απ’ όπου ξεφύτρωσαν. Απ’ τις βαθιές κοιλάδες του Φάνγκορν, από κει θα ’λεγα πως έρχονται, Γκίμλι.
— Πάντως, αυτό είναι το πιο επικίνδυνο δάσος της Μέσης-Γης, είπε ο Γκίμλι. Πρέπει να τα ευγνωμονώ για το ρόλο που έπαιξαν, αλλά δεν τ’ αγαπώ. Εσύ μπορεί να τα θεωρείς θαυμάσια, αλλά εγώ έχω δει κάτι πιο θαυμαστό σ’ αυτή τη γη, πολύ πιο ωραίο απ’ όλα τα σύδεντρα και τα ξέφωτα που υπήρξαν ποτέ — η καρδιά μου ακόμα ξεχειλίζει απ’ αυτό.
»Οι Άνθρωποι είναι παράξενοι, Λέγκολας! Έχουν εδώ ένα από τα θαύματα του Βορινού Κόσμου και τι λένε; Σπηλιές, λένε! Σπηλιές! Τρύπες για να κρύβονται τον καιρό του πολέμου και ν’ αποθηκεύουν σανό! Καλέ μου Λέγκολας, ξέρεις πως τα σπήλαια του Φαραγγιού του Χελμ είναι τεράστια και υπέροχα; Αν ήταν γνωστή η ύπαρξη τους, οι Νάνοι θα έρχονταν ασταμάτητα εδώ σαν προσκυνητές, απλώς για να τα δουν. Και, βέβαια, θα πλήρωναν καθαρό χρυσάφι για μια ματιά!
— Κι εγώ θα πλήρωνα χρυσάφι για να μην πάω, είπε ο Λέγκολας· και τα διπλά για να με βγάλουν έξω, αν ποτέ κατά λάθος έμπαινα μέσα.
— Δεν είδες, γι’ αυτό σου συγχωρώ το αστείο, είπε ο Γκίμλι. Μιλάς όμως σαν ανόητος. Νομίζεις πως είναι ωραία τα παλάτια που ζει ο Βασιλιάς σου κάτω από το λόφο στο Δάσος της Σκοτεινιάς, και που οι Νάνοι βοήθησαν στην κατασκευή τους πολύ παλιά; Δεν είναι παρά φτωχοκάλυβα, αν τα συγκρίνεις με τα σπήλαια που είδα εδώ: θεόρατες αίθουσες γεμάτες με την ασταμάτητη μουσική του νερού καθώς στάζει σε λιμνούλες, όμορφες σαν την Κέλεντ-ζάραμ στο φως των αστεριών.