Выбрать главу

» Και, Λέγκολας, όταν ανάψουν τα δαυλιά και οι άνθρωποι περπατούν στα αμμοστρωμένα δάπεδα κάτω από καμάρες που αντηχούν, α! τότε, Λέγκολας, πετράδια και κρύσταλλα και φλέβες από πολύτιμα μέταλλα αστράφτουν στους γυαλισμένους τοίχους· και φως λάμπει μέσα απ’ πτυχωτά μάρμαρα, σαν κοχύλια, διάφανα σαν τα ζωντανά χέρια της Βασίλισσας Γκαλάντριελ. Έχει κολόνες κάτασπρες, κροκάτες και ρόδινες σαν την αυγή, Λέγκολας, αυλακωμένες και πλεγμένες σε ονειρεμένα σχήματα· ξεπηδούν από πολύχρωμα δάπεδα για ν’ ανταμώσουν γυαλιστερούς σταλακτίτες στην οροφή: φτερά, σκοινιά, παραπετάσματα αραχνοΰφαντα σαν παγωμένα σύννεφα· δόρατα, σημαίες, και μυτερές κορφές μετέωρων παλατιών! Ασάλευτες λίμνες τα καθρεφτίζουν: ένας κόσμος που τρεμοπαίζει αντιφεγγίζοντας μέσα σε σκοτεινές λιμνούλες, σκεπασμένες με διάφανο γυαλί· πολιτείες, που ούτε η φαντασία του Ντούριν δε θα είχε ονειρευτεί στον ύπνο του, απλώνονται συνέχεια σε λεωφόρους και αυλές με κολόνες, και χάνονται σε σκοτεινές γωνιές που δεν μπορεί να φτάσει το φως. Και, πλινκ! πέφτει μια ασημένια σταγόνα και οι κυκλικές ρυτίδες στο γυαλί κάνουν όλους τους πύργους να γέρνουν και να ταλαντεύονται σαν φύκια και κοράλλια μιας θαλασσοσπηλιάς. Ύστερα έρχεται το βράδυ — ξεθωριάζουν και τρεμοπαίζοντας σβήνουν οι δάδες προχωρούν σ’ ένα άλλο διαμέρισμα και σ’ άλλο όνειρο. Η μια αίθουσα ακολουθεί την άλλη, Λέγκολας· διαμέρισμα το διαμέρισμα, θόλος το θόλο, σκάλα τη σκάλα· και τα ελικοειδή μονοπάτια εξακολουθούν να οδηγούν στην καρδιά του βουνού. Σπηλιές! Τα Σπήλαια του Φαραγγιού του Χελμ! Ευτυχισμένη μοίρα με πήγε εκεί! Μου ’ρχεται να κλαίω που τ’ αφήνω.

— Τότε, σου εύχομαι αυτή την τύχη για παρηγοριά, Γκίμλι, είπε το Ξωτικό, να γυρίσεις σώος από τον πόλεμο και να ξανάρθεις να τις δεις πάλι. Αλλά μην το πεις σ’ όλο το λαό σου! Απ’ την περιγραφή σου δε φαίνεται να ’χει μείνει τίποτα για να κάνουν. Ίσως οι άνθρωποι αυτής της περιοχής να ’ναι σοφοί που δε μιλάνε — μια οικογένεια εργατικών νάνων με σφυριά και με καλέμια ίσως πιο πολύ να χαλάσουν παρά να φτιάξουν.

— Όχι, δεν καταλαβαίνεις, είπε ο Γκίμλι. Κανένας νάνος δε θα ’μενε ασυγκίνητος από τέτοια ομορφιά. Κανείς απ’ τη γενιά του Ντούριν δε θα ’ρχόταν σ’ αυτές τις σπηλιές για να βγάλει πετράδια ή πολύτιμα μέταλλα, ακόμα κι αν μπορούσε να βρει εκεί διαμάντια και χρυσάφι. Κόβετε εσείς μικρά ανθισμένα δεντράκια την εποχή της άνοιξης για καυσόξυλα; Εμείς θα τα φροντίζαμε αυτά τα ξέφωτα με τις λουλουδιασμένες πέτρες, δε θα τα λατομούσαμε. Με προσεκτική δεξιοσύνη, σφυριά σφυριά — ένα μικρό κομματάκι απ’ το βράχο κι όχι παραπάνω, ίσως, σε μια ολόκληρη ανήσυχη μέρα—, έτσι θα δουλεύαμε και, καθώς θα περνούσαν τα χρόνια, θ’ ανοίγαμε κι άλλες στοές και θ’ αποκαλύπταμε απόμακρα διαμερίσματα που είναι ακόμα σκοτεινά και φαίνονται μόνο σαν κενά πίσω από σχισμές του βράχου. Και φώτα, Λέγκολας! Θα φτιάχναμε φώτα, λάμπες σαν κι αυτές που έλαμπαν κάποτε στο Καζάντ-ντουμ· κι όταν θέλαμε θα διώχναμε τη νύχτα που απλώνεται εκεί από τότε που έγιναν οι λόφοι· κι όταν θέλαμε να ξεκουραστούμε, θ’ αφήναμε τη νύχτα να ξαναγυρίσει.

— Με συγκινείς, Γκίμλι, είπε ο Λέγκολας. Ποτέ δε σ’ έχω ξανακούσει να μιλάς έτσι. Με κάνεις σχεδόν να λυπάμαι που δεν είδα αυτές τις σπηλιές. Έλα! Ας κάνουμε μια συμφωνία — αν και οι δυο μας γυρίσουμε σώοι απ’ τους κινδύνους που μας περιμένουν, θα ταξιδέψουμε για λίγο μαζί. Εσύ θα επισκεφτείς το Φάνγκορν μαζί μου κι ύστερα εγώ θα ’ρθω μαζί σου να δω το Φαράγγι του Χελμ.

— Δε θα ήταν αυτός ο δρόμος που θα διάλεγα για να γυρίσω πίσω, είπε ο Γκίμλι. Αλλά θα υπομείνω το Φάνγκορν, αν έχω την υπόσχεσή σου πως θα έρθεις πίσω στις σπηλιές και θα μοιραστείς το θαύμα τους μαζί μου.

— Την έχεις την υπόσχεσή μου, είπε ο Λέγκολας. Αλλά αλίμονο! Τώρα πρέπει ν’ αφήσουμε πίσω και σπηλιά και δάσος για λίγο. Δες! Φτάνουμε στο τέλος των δέντρων. Πόσο απέχει το Ίσενγκαρντ, Γκάνταλφ;

— Περίπου δεκαπέντε λεύγες πέταγμα για τα κοράκια του Σάρουμαν, είπε ο Γκάνταλφ — πέντε από την είσοδο του Φαραγγιού ως τα Περάσματα· και δέκα ακόμα από κει ως τις πύλες του Ίσενγκαρντ. Αλλά δε θα τις κάνουμε όλες απόψε.

— Και σα φτάσουμε εκεί, τι θα δούμε; ρώτησε ο Γκίμλι. Εσύ μπορεί να ξέρεις, αλλά εγώ δεν μπορώ να φανταστώ.

— Δεν ξέρω ούτε κι εγώ με βεβαιότητα, απάντησε ο μάγος. Ήμουν εκεί χτες την ώρα που νύχτωνε, αλλά πολλά μπορεί να έχουν συμβεί από τότε. Πάντως, δε νομίζω πως θα πείτε πως το ταξίδι ήταν μάταιο -ακόμα κι αν αφήσαμε πίσω τις Αστραφτερές Σπηλιές του Άγκλαροντ.