Выбрать главу

Τέλος, το απόσπασμα πέρασε τα δέντρα κι είδαν πως είχαν φτάσει στο κάτω μέρος του Λαγκαδιού, όπου ο δρόμος που ξεκινούσε από το Φαράγγι του Χελμ διακλαδιζόταν από τη μια μεριά, ανατολικά, για το Έντορας κι από την άλλη, βόρεια, για τα Περάσματα του Ίσεν. Καθώς έβγαιναν από τα τελευταία δέντρα του δάσους, ο Λέγκολας σταμάτησε και κοίταξε πίσω λυπημένος. Ύστερα έβαλε ξαφνικά τις φωνές.

— Έχει μάτια! είπε. Μάτια που κοιτάζουν ανάμεσα απ’ τις σκιές των κλαδιών! Ποτέ μου δεν έχω ξαναδεί τέτοια μάτια.

Οι άλλοι, παραξενεμένοι απ’ τις φωνές του, σταμάτησαν και γύρισαν αλλά ο Λέγκολας ξεκίνησε να γυρίσει πίσω.

— Όχι, όχι! φώναξε ο Γκίμλι. Κάνε ό,τι θέλεις με την τρέλα που σ’ έπιασε, αλλά άσε με πρώτα να κατεβώ απ’ αυτό το άλογο! Δεν έχω καμιά όρεξη να δω μάτια!

— Στάσου, Λέγκολας Πρασινόφυλλε! είπε ο Γκάνταλφ. Μην πας πίσω στο δάσος, όχι ακόμα. Δεν είναι τώρα ο καιρός σου.

Ενώ μιλούσε ακόμα, βγήκαν από τα δέντρα τρεις παράξενες μορφές. Ήταν ψηλές σαν γίγαντες, πάνω από δώδεκα πόδια ύψος· τα δυνατά κορμιά τους, γεροδεμένα σαν νεαρά δέντρα, έμοιαζαν ντυμένα με ρούχα ή δέρματα εφαρμοστά, γκρίζα ή καφέ. Τα μέλη τους ήταν μακριά και τα χέρια τους είχαν πολλά δάχτυλα· τα μαλλιά τους ήταν σκληρά και τα γένια τους γκριζοπράσινα σαν βρύα. Κοίταζαν με μάτια σοβαρά, αλλά όχι τους καβαλάρηδες — τα μάτια τους ήταν γυρισμένα στο βοριά. Ξαφνικά σήκωσαν τα μακριά τους χέρια στο στόμα τους κι έβγαλαν καμπανιστές φωνές, καθαρές σαν νότες από βούκινο, αλλά πιο μελωδικές και πλούσιες. Άλλες φωνές απάντησαν και γυρίζοντας ξανά, οι καβαλάρηδες είδαν κι άλλα όμοια όντα να πλησιάζουν, περπατώντας με μεγάλα βήματα στο χορτάρι. Έρχονταν γρήγορα απ’ το βοριά, περπατώντας σαν ερωδιοί στο νερό, αλλά πολύ πιο γρήγορα· γιατί τα πόδια τους με τις μεγάλες δρασκελιές ανεβοκατέβαιναν πιο γρήγορα κι από τα φτερά των ερωδιών. Οι καβαλάρηδες ξεφώνισαν από έκπληξη και μερικοί έβαλαν το χέρι στη λαβή του σπαθιού τους.

— Δε χρειάζεστε όπλα, είπε ο Γκάνταλφ. Αυτοί εδώ δεν είναι παρά Βοσκοί. Δεν είναι εχθροί και μάλιστα δεν ενδιαφέρονται καθόλου για μας.

Κι έτσι φαινόταν να συμβαίνει· γιατί, όπως μιλούσε, τα ψηλά πλάσματα, χωρίς ούτε μια ματιά στους καβαλάρηδες, μπήκαν στο δάσος και χάθηκαν.

— Βοσκοί! είπε ο Θέοντεν. Και πού είναι τα κοπάδια τους; Τι είναι τούτοι εδώ, Γκάνταλφ; Γιατί είναι ολοφάνερο, πως, για σένα τουλάχιστο, δεν είναι άγνωστοι.

— Είναι οι βοσκοί των δέντρων, απάντησε ο Γκάνταλφ. Έχει περάσει τόσος πολύς καιρός από τότε που άκουγες ιστορίες στο παραγώνι;

Έχει παιδιά στη χώρα σου που, μέσ’ απ’ τα μπερδεμένα νήματα της ιστορίας, θα μπορούσαν να βρουν την απάντηση στην ερώτησή σου. Βίδες Εντ, ω Βασιλιά, Εντ από το Δάσος του Φάνγκορν, που στη γλώσσα σου το λέτε Δάσος-Εντ. Νομίζεις πως το ονόμασαν έτσι στην τύχη; Όχι, Θέοντεν, δεν είναι έτσι — γι’ αυτούς εσύ δεν είσαι παρά μια περαστική ιστορία· όλα τα χρόνια απ’ τον Έορλ το Νεαρό ως το Θέοντεν το Γέρο δεν είναι τίποτα γι’ αυτούς· κι όλα τα κατορθώματα του οίκου σου ψιλοπράγματα. Ο Βασιλιάς ήταν σιωπηλός.

— Εντ! είπε στο τέλος. Μέσα από τις σκιές των θρύλων αρχίζω λιγάκι να καταλαβαίνω το θαύμα των δέντρων, νομίζω. Έζησα για να δω παράξενες μέρες. Για χρόνια πολλά φροντίζουμε τα ζωντανά μας και τα χωράφια μας, χτίζουμε τα σπίτια μας, φτιάχνουμε τα εργαλεία μας ή τρέχουμε καλπάζοντας να προσφέρουμε βοήθεια στους πολέμους της Μίνας Τίριθ. Κι αυτό το λέγαμε ζωή των Ανθρώπων, ζωή του κόσμου. Πολύ λίγο ενδιαφερόμασταν για το τι υπήρχε πέρα από τα σύνορα της γης μας. Έχουμε τραγούδια που μιλούν γι’ αυτά τα πράγματα, αλλά τα ξεχνάμε και τα λέμε μόνο στα παιδιά, σαν κάτι ανάξιο λόγου. Και τώρα, τα τραγούδια έχουν έρθει ανάμεσά μας από παράξενους τόπους και περπατούν με σάρκα και οστά κάτω από τον Ήλιο.

— Θα πρέπει να χαίρεσαι, Βασιλιά Θέοντεν, είπε ο Γκάνταλφ. Γιατί τώρα δε βρίσκεται σε κίνδυνο μόνο η μικρή ζωή των Ανθρώπων, αλλά και η ζωή αυτών των πλασμάτων, που εσύ τα θεωρούσες θρύλους. Δε βρίσκεσαι δίχως συμμάχους, ακόμα κι αν δεν τους ξέρεις.

— Θα πρέπει, όμως, κιόλας να λυπάμαι, είπε ο Θέοντεν. Γιατί, όπως κι αν τελειώσει ο πόλεμος, δε θα τελειώσει έτσι ώστε πολλά απ’ τα ωραία και θαυμαστά να χαθούν για πάντα από τη Μέση-γη;

— Ίσως, είπε ο Γκάνταλφ. Το κακό του Σόρον δεν μπορεί να θεραπευτεί τελείως, ούτε να γίνει σαν να μην είχε ποτέ συμβεί. Αλλά τέτοιες μέρες μάς γράφει η μοίρα μας. Ας συνεχίσουμε όμως τώρα το ταξίδι που αρχίσαμε.

Τότε, το απόσπασμα άφησε το Λαγκάδι και το δάσος και πήρε το δρόμο για τα Περάσματα. Ο Λέγκολας ακολούθησε απρόθυμα. Ο ήλιος είχε δύσει, είχε κιόλας πέσει πίσω από την άκρη του κόσμου· αλλά, καθώς βγήκαν από τη σκιά των λόφων και κοίταξαν δυτικά στο Άνοιγμα του Ρόαν, ο ουρανός ήταν ακόμα κόκκινος κι ένα φλογερό φως έβγαινε κάτω από τα ταξιδιάρικα σύννεφα. Μαύρα, αντίθετα στο φως, στριφογύριζαν και πετούσαν πολλά μαυρόφτερα πουλιά. Μερικά πέρασαν από πάνω με πένθιμες κραυγές, γυρίζοντας στις φωλιές τους ανάμεσα στους βράχους.