Выбрать главу

— Τα όρνια βρήκαν δουλειά στο πεδίο της μάχης, είπε ο Έομερ. Ταξίδευαν τώρα χωρίς να βιάζονται και το σκοτάδι απλώθηκε στους κάμπους γύρω τους. Το αργοτάξιδο φεγγάρι ψήλωσε. Γέμιζε τώρα πλησιάζοντας την πανσέληνο και στο κρύο ασημένιο φως του τα λιβάδια κυμάτιζαν σαν πλατιά γκρίζα θάλασσα. Είχαν ταξιδέψει κάπου τέσσερις ώρες από τη διασταύρωση των δρόμων, όταν πλησίασαν τα Περάσματα. Μακριές πλαγιές κατηφόριζαν γοργά εκεί που ο ποταμός απλωνόταν σχηματίζοντας λιμνούλες με βότσαλα ανάμεσα σε ψηλές πράσινες πεζούλες. Στ’ αυτιά τους έφερνε ο άνεμος τ’ αλυχτήματα λύκων. Βαριές ήταν οι καρδιές τους, καθώς θυμόντουσαν τους πολλούς άντρες που είχαν πέσει πολεμώντας σ’ αυτό το μέρος.

Ο δρόμος χαμήλωνε ανάμεσα σε πράσινες όχθες, περνώντας ανάμεσα απ’ τις πεζούλες ως την ακροποταμιά, κι ύστερα ανηφόριζε στην αντίπερα όχθη. Τρεις σειρές επίπεδες πέτρες διαπερνούσαν ως απέναντι το ποτάμι κι ανάμεσά τους υπήρχαν ρηχά περάσματα για τ’ άλογα, που ξεκινούσαν κι απ’ τις δύο όχθες και κατέληγαν σ’ ένα γυμνό νησάκι στη μέση. Οι καβαλάρηδες κοίταξαν τα περάσματα και παραξενεύτηκαν γιατί τα Περάσματα πάντοτε ήταν ένας τόπος γεμάτος από την ορμή και το κελάρυσμα του νερού στις πέτρες· τώρα όμως ήταν σιωπηλά. Η κοίτη του ποταμιού ήταν σχεδόν ξερή, μια γυμνή ερημιά όλο βότσαλα και γκρίζα άμμο.

— Το μέρος αυτό έχει γίνει πολύ θλιβερό, είπε ο Έομερ. Τι αρρώστια να βρήκε το ποτάμι; Ο Σάρουμαν έχει καταστρέψει πολλά όμορφα πράγματα — κατάπιε και τις πηγές του Ίσεν;

— Έτσι φαίνεται, είπε ο Γκάνταλφ.

— Αλίμονο! είπε ο Θέοντεν. Πρέπει να περάσουμε από δω, που τ’ αγρίμια τρώνε τις σάρκες από τόσα παλικάρια του Μαρκ;

— Αυτός είναι ο δρόμος μας, είπε ο Γκάνταλφ. Είναι πολύ θλιβερός ο θάνατος των αντρών σου· αλλά θα δεις τουλάχιστον πως οι λύκοι των βουνών δεν τους κατασπαράζουν. Συμπόσιο κάνουν με τα κορμιά των φίλων τους των Ορκ — γιατί τέτοιας λογής είναι η φιλία τους. Έλα!

Κατέβηκαν στο ποτάμι κι όπως πλησίασαν, οι λύκοι σταμάτησαν να ουρλιάζουν και αποτραβήχτηκαν. Τους έπιασε φόβος, όταν είδαν τον Γκάνταλφ στο φως του φεγγαριού και το άλογό του, τον Ίσκιο, να λάμπει σαν ασήμι. Οι καβαλάρηδες πέρασαν στο νησάκι. Γυαλιστερά μάτια τους παραμόνευαν φωσφορίζοντας ανάμεσα απ’ τους ίσκιους στις όχθες.

— Δείτε! είπε ο Γκάνταλφ. Φίλοι έχουν δουλέψει εδώ.

Και είδαν πως στη μέση του μικρού νησιού ήταν στημένος ένας τύμβος, περιτριγυρισμένος με πέτρες και στολισμένος με πολλά κοντάρια.

— Εδώ αναπαύονται όλοι οι Άντρες του Μαρκ που έπεσαν εδώ γύρω, είπε ο Γκάνταλφ.

— Ας αναπαύονται εδώ! είπε ο Έομερ. Κι όταν τα κοντάρια τους θα έχουν σαπίσει και σκουριάσει, ας στέκεται αιώνια εδώ ο τύμβος τους να φρουρεί τα Περάσματα του Ίσεν!

— Είναι κι αυτό εδώ δική σου δουλειά, Γκάνταλφ, φίλε μου; είπε ο Θέοντεν. Έκανες πολλά μέσα σε ένα απόγευμα και μια νύχτα!

— Με τη βοήθεια του Ίσκιου — κι άλλων, είπε ο Γκάνταλφ. Ταξίδεψα γρήγορα και μακριά. Αλλά εδώ πλάι στον τύμβο θα σου πω αυτό για παρηγοριά: πολλοί έπεσαν στις μάχες των Περασμάτων, αλλά λιγότεροι απ’ όσο λένε οι φήμες. Περισσότεροι σκόρπισαν και λιγότεροι σκοτώθηκαν εγώ μάζεψα όλους όσους μπόρεσα να βρω. Μερικούς τους έστειλα με τον Γκρίμπολντ του Γουέστφολντ να ενισχύσουν τον Έρκενμπραντ και μερικούς τους έβαλα να κάνουν αυτή την ταφή. Τώρα έχουν ακολουθήσει το στρατάρχη σου Έλφχελμ. Τον έστειλα με πολλούς Καβαλάρηδες στο Έντορας. Ήξερα πως ο Σάρουμαν είχε εξαπολύσει όλες του τις δυνάμεις εναντίον σου και οι υπηρέτες του είχαν εγκαταλείψει οτιδήποτε άλλο έκαναν κι είχαν πάει στο Φαράγγι του Χελμ: οι κάμποι έμοιαζαν έρημοι από εχθρούς· όμως, εγώ φοβόμουνα πως λυκοκαβαλάρηδες και πλιατσικολόγοι θα μπορούσαν παρά τις διαταγές να πάνε στο Μέντουσελντ, όσο ήταν αφύλαχτο. Τώρα, όμως, νομίζω πως δε χρειάζεται να φοβάσαι — θα Βρεις το παλάτι σου να σε καλωσορίσει όταν γυρίσεις.

—  Και πολύ θα χαρώ όταν το ξαναδώ, είπε ο Θέοντεν, αν και, χωρίς αμφιβολία, τώρα πολύ σύντομη θα ’ναι η διαμονή μου εκεί.

Και μ’ αυτά τα λόγια το απόσπασμα αποχαιρέτισε το νησάκι και τον τύμβο, πέρασε το ποτάμι κι ανέβηκε στην απέναντι όχθη. Ύστερα συνέχισαν το δρόμο τους, χαρούμενοι που άφησαν πίσω τους τα πένθιμα Περάσματα. Καθώς ξεμάκρυναν τα ουρλιαχτά των λύκων άρχισαν πάλι.

Υπήρχε ένας αρχαίος δημόσιος δρόμος που κατηφόριζε απ’ το Ίσενγκαρντ ως τα Περάσματα. Για αρκετό διάστημα προχωρούσε πλάι στο ποτάμι, στρίβοντας μαζί του πρώτα ανατολικά κι ύστερα βορινά· αλλά τέλος απομακρυνόταν και τραβούσε ίσια για τις πύλες του Ίσενγκαρντ· κι αυτές βρίσκονταν κάτω απ’ την πλαγιά του βουνού στα δυτικά της κοιλάδας, δεκάξι μίλια ή και περισσότερο από την είσοδό της. Ακολούθησαν αυτόν το δρόμο, βαδίζοντας στις άκρες του, όπου η γη ήταν στέρεη κι επίπεδη, σκεπασμένη για πολλά μίλια γύρω με κοντό φουντωτό γρασίδι. Προχωρούσαν τώρα πιο γρήγορα και κατά τα μεσάνυχτα τα Περάσματα ήταν κάπου πέντε λεύγες πίσω. Τότε σταμάτησαν το νυχτερινό τους ταξίδι, γιατί ο Βασιλιάς ήταν κουρασμένος. Είχαν φτάσει στους πρόποδες των Ομιχλιασμένων Βουνών και οι μακρουλές παρυφές του Ναν Κουρουνίρ απλώνονταν να τους συναντήσουν. Η κοιλάδα ήταν σκοτεινή μπροστά τους, γιατί το φεγγάρι είχε γυρίσει στη Δύση και οι λόφοι έκρυβαν το φως του. Μέσα όμως απ’ τη βαθιά σκοτεινιά της κοιλάδας ανέβαινε μια τεράστια κολόνα καπνού και ατμού· όπως ανέβαινε, αντιφέγγιζε τις ακτίνες του φεγγαριού που έδυε και άπλωνε φεγγερές τούφες, μαύρες και ασημένιες, στον αστροφώτιστο ουρανό.