— Τι λες πως είναι αυτό, Γκάνταλφ; ρώτησε ο Άραγκορν. Θα ’λεγε κανείς πως ολόκληρη η Κοιλάδα του Μάγου καίγεται.
— Έχει πάντα καπνό πάνω από κείνη την κοιλάδα αυτόν τον καιρό, είπε ο Έομερ, αλλά δεν έχω ποτέ μου ξαναδεί κάτι σαν κι αυτό. Αυτοί είναι ατμοί όχι καπνοί. Ο Σάρουμαν κάτι θα μαγειρεύει για να μας υποδεχτεί. Ίσως να βράζει όλα τα νερά του Ίσεν και γι’ αυτό να ’χει στερέψει το ποτάμι.
— Ίσως, είπε ο Γκάνταλφ. Αύριο θα μάθουμε τι κάνει. Τώρα ας ξεκουραστούμε για λίγο, αν μπορούμε.
Κατασκήνωσαν πλάι στην όχθη του ποταμού Ίσεν, που εξακολουθούσε να ’ναι σιωπηλός και άδειος. Μερικοί κοιμήθηκαν λιγάκι. Αλλά αργά τη νύχτα οι φρουροί έβαλαν τις φωνές κι όλοι ξύπνησαν. Το φεγγάρι είχε χαθεί. Τ’ αστέρια έλαμπαν ψηλά· αλλά στη γη σερνόταν μια σκοτεινιά πιο μαύρη κι απ’ τη νύχτα. Κι από τις δυο όχθες του ποταμού κυλούσε προς το μέρος τους, ταξιδεύοντας βορινά.
— Σταθείτε εκεί που βρίσκεστε! είπε ο Γκάνταλφ. Μην τραβήξτε όπλα! Περιμένετε και θα σας προσπεράσει!
Καταχνιά τους τύλιξε. Από πάνω τους μερικά αστέρια εξακολουθούσαν να τρεμοσβήνουν θαμπά· αλλά κι από τις δυο πλευρές υψώνονταν τείχη αδιαπέραστης σκοτεινιάς· αυτοί βρίσκονταν σ’ ένα στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο κινούμενους πύργους σκιάς. Άκουγαν φωνές, ψίθυρους και βογκητά κι ένα ατέλειωτο σουσουριστό αναστεναγμό· η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια τους. Τους φάνηκε πως για πολλή ώρα κάθονταν φοβισμένοι· αλλά, τέλος, η σκοτεινιά και οι ψίθυροι πέρασαν και χάθηκαν ανάμεσα στις παρυφές του βουνού.
Μακριά στο νοτιά στο Φρούριο της Σάλπιγγας, καταμεσής της νύχτας οι άντρες άκουσαν μεγάλη φασαρία, λες και φυσούσε άνεμος στην κοιλάδα και η γη τρεμούλιαζε· κι όλοι φοβήθηκαν και κανείς δεν τόλμησε να βγει έξω. Αλλά το πρωί βγήκαν κι έμειναν κατάπληκτοι· γιατί οι νεκροί Ορκ είχαν χαθεί και τα δέντρα μαζί τους. Κάτω χαμηλά στην κοιλάδα του Φαραγγιού το χορτάρι ήταν λιωμένο και τσαλαπατημένο καφέ, λες και γίγαντες βοσκοί να είχαν βοσκήσει εκεί μεγάλα κοπάδια από βόδια· αλλά ένα μίλι κάτω απ’ το Χαντάκι ένας τεράστιος λάκκος ήταν ανοιγμένος στο χώμα και από πάνω του ήταν πέτρες σωριασμένες σε λόφο. Οι άντρες πίστευαν πως οι Ορκ, που είχαν σκοτώσει, ήταν θαμμένοι εκεί· αλλά αν κι εκείνοι που είχαν κρυφτεί στο δάσος ήταν μαζί τους, κανείς δεν μπορούσε να το πει, γιατί κανένας άνθρωπος δεν πάτησε ποτέ το πόδι του σ’ εκείνο το λόφο. Ο Τύμβος του Θανάτου ονομάστηκε αργότερα, και χορτάρι δε φύτρωνε εκεί. Αλλά τα παράξενα δέντρα κανείς ποτέ δεν τα ξανάδε στην Κοιλάδα του Φαραγγιού· είχαν γυρίσει πίσω τη νύχτα κι είχαν πάει μακριά στις σκοτεινές κοιλάδες του Φάνγκορν. Έτσι εκδικήθηκαν τους Ορκ.
Ο Βασιλιάς και η συνοδεία του δεν κοιμήθηκαν άλλο εκείνη τη νύχτα· αλλά ούτε είδαν ούτε άκουσαν κανένα άλλο παράξενο πράγμα, εκτός από ένα: η φωνή του ποταμιού πλάι τούς ξύπνησε απότομα. Ακούστηκε το νερό να κατεβαίνει με ορμή ανάμεσα στις πέτρες· κι όταν πέρασε, ο Ίσεν άρχισε να κυλάει και να γουργουρίζει ξανά στην κοίτη του, όπως έκανε από πάντοτε.
Την αυγή ετοιμάστηκαν να συνεχίσουν. Το φως ήρθε γκρίζο και χλωμό, αλλά δεν είδαν την ανατολή του ήλιου. Ο αέρας ψηλά ήταν βαρύς. Είχε ομίχλη και μια απαίσια μυρωδιά ξεχυνόταν στην περιοχή γύρω τους. Τώρα πήγαιναν αργά, προχωρώντας στο δημόσιο δρόμο. Ήταν φαρδύς και καλοσυντηρημένος. Ανάμεσα απ’ την ομίχλη μπορούσαν μόλις να ξεχωρίσουν τις μακρουλές παρυφές των βουνών να υψώνονται στ’ αριστερά τους. Είχαν μπει στο Ναν Κουρουνίρ, στην Κοιλάδα του Μάγου. Ήταν προφυλαγμένη κοιλάδα, ανοιχτή μόνο από το Νοτιά. Κάποτε ήταν ωραία και πράσινη και τη διέσχιζε ο Ίσεν, που ήταν κιόλας βαθύς και ορμητικός πριν φτάσει τις πεδιάδες· γιατί χύνονταν σ’ αυτόν πολλά ποταμάκια και μικρότεροι χείμαρροι που κατέβαιναν απ’ τους βροχοπλυμένους λόφους, και παντού γύρω η γη ήταν όμορφη κι εύφορη.