Выбрать главу

Τώρα όμως δεν ήταν έτσι. Κάτω από τα τείχη του Ίσενγκαρντ υπήρχαν ακόμα εκτάσεις που τις καλλιεργούσαν οι σκλάβοι του Σάρουμαν αλλά το μεγαλύτερο μέρος της κοιλάδας είχε γίνει αγριότοπος, όλο ζιζάνια και αγκάθια. Βάτοι απλώνονταν στο χώμα ή σκαρφάλωναν πάνω σε θάμνους κι όχθες, σχηματίζοντας τραχύμαλλες σπηλιές που έκρυβαν μικρά αγρίμια. Δε φύτρωναν δέντρα εκεί· αλλά ανάμεσα στα θρασεμένα χορτάρια μπορούσες ακόμα να διακρίνεις τους καμένους και ακρωτηριασμένους κορμούς από παλιά δασάκια. Θλιβερός τόπος, σιωπηλός τώρα, εκτός από το θόρυβο των βιαστικών νερών πάνω στα βράχια. Καπνοί κι ατμοί πλανιόνταν σε σκυθρωπά σύννεφα που παραφύλαγαν στα κοιλώματα. Οι καβαλάρηδες δε μιλούσαν. Πολλοί άρχισαν μέσα τους να έχουν αμφιβολίες και ν’ αναρωτιούνται τι θλιβερή κατάληξη θα είχε το ταξίδι τους.

Όταν είχαν προχωρήσει κάμποσα μίλια, η δημοσιά έγινε πλατιά λεωφόρος, στρωμένη με μεγάλες επίπεδες πλάκες, τετραγωνισμένες και τοποθετημένες με τέχνη· ούτε χορτάρι δεν περνούσε στις ενώσεις. Δεξιά κι αριστερά είχε βαθιά ρείθρα, γεμάτα νερό που αργοκυλούσε. Ξαφνικά μια ψηλή κολόνα πρόβαλε μπροστά τους. Ήταν μαύρη· και πάνω της ήταν τοποθετημένη μια μεγάλη πέτρα σμιλεμένη και χρωματισμένη να μοιάζει μ’ ένα μακρύ Άσπρο Χέρι. Το δάχτυλο του έδειχνε βορινά. Τώρα ήξεραν πως δεν έπρεπε να βρίσκονται μακριά οι πύλες του Ίσενγκαρντ και οι καρδιές τους ήταν βαριές· τα μάτια τους όμως δεν μπορούσαν να διαπεράσουν την ομίχλη μπροστά.

Κάτω από την παρυφή του βουνού μέσα στην Κοιλάδα του Μάγου, αμέτρητα τώρα χρόνια, υπήρχε μια αρχαία τοποθεσία που οι Άνθρωποι ονόμαζαν Ίσενγκαρντ. Ως ένα σημείο την είχαν σχηματίσει τα βουνά, αλλά και μεγάλα έργα των Ανθρώπων της Δύσης είχαν γίνει παλιά εκεί· κι ο Σάρουμαν είχε ζήσει πολύν καιρό εκεί και δεν είχε καθίσει με σταυρωμένα τα χέρια.

Έτσι ήταν διαμορφωμένο, όσον καιρό βρισκόταν στο απόγειό του ο Σάρουμαν, που λογιζόταν από πολλούς ο πρώτος ανάμεσα στους μάγους. Ένα μεγάλο κυκλικό τείχος από πυργωτούς βράχους εξείχε απ’ το απάγκιο μέρος της βουνοπλαγιάς, απ’ όπου άρχιζε και ξαναγύριζε πάλι. Υπήρχε μόνο μία είσοδος, μια θεόρατη καμάρα λαξεμένη στο δυτικό τοίχο. Εκεί μέσα στο μαύρο βράχο είχαν σκάψει μια μακριά στοά που έκλεινε και στις δύο άκρες με πανίσχυρες σιδερένιες πόρτες. Ήταν τόσο καλά φτιαγμένες και ζυγιασμένες στους τεράστιους μεντεσέδες τους, ατσαλένιες σφήνες μπηγμένες στη ζωντανή πέτρα, που όταν δεν ήταν αμπαρωμένες μπορούσαν να κινηθούν, μ’ ένα ελαφρό σπρώξιμο των χεριών, αθόρυβα. Όποιος τις περνούσε κι έβγαινε τέλος απ’ τη στοά που αντηχούσε, αντίκριζε μια πεδιάδα, ένα μεγάλο κύκλο, κάπως βαθουλωμένο σαν μια τεράστια ρηχή κούπα, που απ’ τη μια άκρη ως την άλλη μετρούσε ένα μίλι. Κάποτε ήταν πράσινη, γεμάτη δρόμους και σύδεντρα με οπωροφόρα δέντρα, ποτισμένα από ρυάκια που κατέβαιναν απ’ τα βουνά και χύνονταν σε μια λίμνη. Αλλά ούτε ένα πράσινο φύλλο δε φύτρωνε εκεί τις τελευταίες μέρες του Σάρουμαν. Οι δρόμοι ήταν πλακόστρωτοι, μαύροι και σκληροί· και στις άκρες τους, αντί για δέντρα, ήταν στη σειρά Βαλμένες κολόνες, μερικές μαρμάρινες, άλλες χάλκινες και σιδερένιες, ενωμένες με βαριές αλυσίδες.

Είχε πολλά σπίτια εκεί, διαμερίσματα, αίθουσες και διαδρόμους, σκαμμένα και κουφωμένα στους τοίχους από την εσωτερική πλευρά έτσι, που όλο τον ανοιχτό κύκλο τον αντίκριζαν αμέτρητα παράθυρα και σκοτεινές πόρτες. Εκεί μπορούσαν να κατοικήσουν χιλιάδες εργάτες, υπηρέτες, σκλάβοι και πολεμιστές με μεγάλα αποθέματα όπλων λύκοι σταβλίζονταν και εκτρέφονταν σε βαθιές σπηλιές κάτω. Η πεδιάδα ήταν επίσης τρυπημένη και σκαμμένη. Πηγάδια ήταν ανοιγμένα βαθιά στη γη. Οι πάνω άκρες τους ήταν σκεπασμένες από χαμηλά λοφάκια και πέτρινους θόλους έτσι, ώστε στο φως του φεγγαριού ο Δακτύλιος του Ίσενγκαρντ έμοιαζε με κοιμητήρι ανήσυχων νεκρών. Γιατί η γη έτρεμε. Τα πηγάδια κατέβαιναν κάτω με πολλές κατηφοριές και περιστροφικές σκάλες σε καταχθόνιες σπηλιές πολύ βαθιά· εκεί ο Σάρουμαν είχε θησαυροφυλάκια, αποθήκες, οπλοθήκες, σιδεράδικα και μεγάλα καμίνια. Εκεί γύριζαν ασταμάτητα σιδερένιοι τροχοί και χτυπούσαν σφυριά. Τη νύχτα τούφες ατμού έβγαιναν απ’ τους αγωγούς, φωτισμένες από κάτω με κόκκινο φως, μπλε ή αρρωστημένο πράσινο.

Όλοι οι δρόμοι με τις αλυσίδες τους οδηγούσαν στο κέντρο. Εκεί υψωνόταν ένας πύργος με σχήμα θαυμαστό. Ήταν φτιαγμένος από τους αρχαίους τεχνίτες που είχαν ισοπεδώσει και το Δακτύλιο του Ίσενγκαρντ, κι όμως φαινόταν σαν κάτι που δεν το ’χαν φτιάξει χέρια Ανθρώπων, αλλά ήταν βγαλμένο απ’ τα σπλάχνα της γης σε κάποια αρχαία οδύνη των λόφων. Μια κορφή ήταν, ένα πέτρινο νησί, μαύρο και γυαλιστερό: τέσσερις τεράστιες κολόνες πολύπλευρου βράχου ήταν σφιχτοδεμένες σε μία, αλλά κοντά στην κορφή άνοιγαν σχηματίζοντας δαγκάνες που έχασκαν, με μυτερές άκρες σαν αιχμές από κοντάρια, κοφτερές σαν μαχαίρια. Ανάμεσά τους είχε ένα στενό χώρο κι εκεί, πάνω σε γυαλιστερό πέτρινο δάπεδο σημαδεμένο με παράξενα σχέδια, μπορούσε να σταθεί ίσα ίσα ένας άνθρωπος, πεντακόσια πόδια πάνω από την πεδιάδα. Αυτό ήταν το Όρθανκ, το κάστρο του Σάρουμαν, που τ’ όνομά του είχε (θελημένα ή αθέλητα) διπλή σημασία· γιατί στη γλώσσα των Ξωτικών orthanc σημαίνει το Βουνό της Δαγκάνας, αλλά στην αρχαία γλώσσα του Μαρκ ο Πανούργος Νους.