Ισχυρός και θαυμαστός τόπος ήταν το Ίσενγκαρντ και για πολύν καιρό υπήρξε όμορφο· κι εκεί είχαν κατοικήσει μεγάλοι άρχοντες, οι κυβερνήτες της Γκόντορ στη Δύση κι άντρες σοφοί που μελετούσαν τ’ άστρα. Αλλά ο Σάρουμαν σιγά σιγά το είχε διαμορφώσει, υπηρετώντας τούς εκάστοτε σκοπούς του, και το έκανε καλύτερο, όπως νόμιζε, γιατί ήταν πλανεμένος. Όλες αυτές οι τέχνες και τα πανούργα επινοήματα, που για χατίρι τους πρόδωσε την παλιά του σοφία και που με πολλή αγάπη τα φανταζόταν δικά του, δεν προέρχονταν παρά από τη Μόρντορ· έτσι, ό,τι έκανε δεν ήταν τίποτ’ άλλο, παρά μόνο ένα μικρό αντίγραφο, μια κακότεχνη παιδική απομίμηση ή δουλική κολακεία, εκείνου του θεόρατου οχυρού, της οπλοθήκης, της φυλακής, του καμινιού της μεγάλης δύναμης, του Μπαράντ-ντουρ, του Μαύρου Πύργου, που δεν ανεχόταν αντίζηλο και περιγελούσε την κολακεία, κερδίζοντας χρόνο, ασφαλισμένος στην περηφάνια του και στην ακατανίκητη δύναμή του.
Αυτό ήταν το λημέρι του Σάρουμαν, όπως η φήμη το ’λεγε· γιατί κανείς απ’ τους ζωντανούς άντρες του Ρόαν δεν είχε περάσει τις πύλες του, εκτός ίσως από ελάχιστους, όπως ο Φιδόγλωσσος, που ερχόταν στα κρυφά, και δεν έλεγαν σε κανέναν τι έβλεπαν.
Τώρα ο Γκάνταλφ έφτασε τη μεγάλη κολόνα του Χεριού, και την πέρασε· και τότε οι Καβαλάρηδες είδαν μ’ έκπληξη πως το Χέρι δε φαινόταν πια άσπρο. Ήταν λεκιασμένο σαν από ξεραμένο αίμα· και παρατηρώντας το πιο προσεκτικά είδαν πως τα νύχια του ήταν κόκκινα. Χωρίς να δίνει σημασία ο Γκάνταλφ εξακολούθησε να προχωρεί μες στην ομίχλη κι εκείνοι τον ακολούθησαν απρόθυμα. Παντού γύρω του: ώρα, λες κι είχε γίνει ξαφνική πλημμύρα, είχε στα πλάγια του δρόμου μεγάλους νερόλακκους, που γέμιζαν κάθε βαθούλωμα, και μικρά ρυάκια που σιγότρεχαν ανάμεσα στις πέτρες.
Τέλος, ο Γκάνταλφ σταμάτησε και τους έγνεψε· κι αυτοί πλησίασαν κι είδαν ότι μπροστά απ’ αυτόν η ομίχλη είχε καθαρίσει κι ένας χλωμός ήλιος έλαμπε. Η ώρα του μεσημεριού είχε περάσει. Είχαν φτάσει στις πύλες του Ίσενγκαρντ.
Αλλά οι πόρτες βρίσκονταν πεταμένες και λυγισμένες στο χώμα. Παντού γύρω πέτρες, ραγισμένες και κομματιασμένες σ’ αμέτρητα κοφτερά χαλικάκια, ήταν σκορπισμένες ολούθε ή μαζεμένες σε σωρούς ερειπίων. Η μεγάλη καμάρα στεκόταν ακόμα, αλλά οδηγούσε σ’ ένα ξεσκέπαστο χάσμα· η στοά ήταν απογυμνωμένη και στους κατακόρυφους σαν γκρεμούς τοίχους της, κι απ’ τις δυο πλευρές είχαν ανοιχτεί βίαια μεγάλες ρωγμές και σκισίματα· οι πυργίσκοι τους είχαν γίνει σκόνη. Αν η Μεγάλη Θάλασσα είχε σηκωθεί θυμωμένη κι έπεφτε στους λόφους σαν καταιγίδα, δε θα ’χε προξενήσει μεγαλύτερη καταστροφή.
Ο δακτύλιος μέσα ήταν γεμάτος αχνιστό νερό — ένα καζάνι που έβραζε και που μέσα του ανακατεύονταν κι έπλεαν χαλάσματα από δοκάρια και καδρόνια, μπαούλα και κασόνια και κομματιασμένες μηχανές. Ξεχαρβαλωμένες και γερμένες κολόνες ξεπέταγαν τους θρυμματισμένους κορμούς τους πάνω απ’ τα νερά της πλημμύρας, αλλά όλοι οι δρόμοι ήταν καταποντισμένοι. Μακριά, μισοκρυμμένο σ’ ένα ελικοειδές σύννεφο, υψωνόταν το πέτρινο νησί. Ακόμα σκοτεινός και ψηλός, απείραχτος από την καταιγίδα, στεκόταν ο πύργος του Όρθανκ. Θολά νερά φλοίσβιζαν γύρω από τα πόδια του.
Ο βασιλιάς κι όλη η συνοδεία του κάθονταν αμίλητοι στ’ άλογά τους, θαυμάζοντας και βλέποντας πως η δύναμη του Σάρουμαν είχε πέσει· δεν μπορούσαν όμως να μαντέψουν πώς. Και τώρα γύρισαν το βλέμμα τους κατά την καμάρα και τις ερειπωμένες πύλες. Εκεί κοντά στο πλάι τους είδαν ένα μεγάλο σωρό χαλάσματα· και ξαφνικά πήραν είδηση δυο μικρούλες μορφές, ξαπλωμένες εκεί μ’ όλη τους την άνεση, γκριζοντυμένες, έτσι που μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα στις πέτρες. Πλάι τους είχαν μπουκάλες, κύπελλα και πιάτα, λες και μόλις να είχαν φάει πολύ καλά και τώρα ξεκουράζονταν απ’ τον κόπο τους. Η μία φαινόταν κοιμισμένη· η άλλη, με τα πόδια σταυρωμένα και τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι, ακουμπούσε πίσω σ’ έναν κομματιασμένο βράχο κι έβγαζε από το στόμα της μακρουλές τούφες και μικρά δαχτυλίδια από λεπτό γαλάζιο καπνό.