Выбрать главу

Για μια στιγμή ο Θέοντεν κι ο Έομερ και όλοι του οι άντρες γούρλωσαν τα μάτια τους απορημένοι. Μέσα σ’ όλα τα χαλάσματα του Ίσενγκαρντ αυτό τους φάνηκε το πιο παράξενο θέαμα. Αλλά πριν προλάβει να μιλήσει ο βασιλιάς, η μικρή μορφή, που ανάσαινε καπνό, τους πήρε ξαφνικά είδηση, όπως στέκονταν σιωπηλοί στην άκρη της ομίχλης. Πετάχτηκε όρθια. Έμοιαζε με νεαρό άντρα, ή κάπως έτσι, αν και δεν ήταν παραπάνω από μισός άντρας στο μπόι· το καστανό σγουρόμαλλο κεφάλι του ήταν ξεσκέπαστο και ήταν ντυμένος μ’ ένα μανδύα καταλερωμένο από τα ταξίδια, στο ίδιο σχήμα και χρώμα όπως φορούσαν οι σύντροφοι του Γκάνταλφ, όταν είχαν φτάσει στο Έντορας. Έκανε μια βαθιά υπόκλιση, με το χέρι του στο στήθος. Ύστερα, δείχνοντας πως δεν είχε προσέξει το μάγο και τους φίλους του, στράφηκε στον Έομερ και στο βασιλιά.

— Καλωσορίσατε, άρχοντές μου, στο Ίσενγκαρντ! είπε. Είμαστε φύλακες στις πύλες. Μέριαντοκ, γιο του Σάραντοκ, με λένε· και το σύντροφό μου, που, αλίμονο! τον νίκησε η κούραση — εδώ έδωσε στον άλλο μια κλοτσιά με το πόδι του — Πέρεγκριν, γιο του Πάλαντιν, του οίκου των Τουκ. Μακριά στο Βορρά βρίσκεται η πατρίδα μας. Ο Άρχοντας Σάρουμαν είναι μέσα· αλλά αυτή τη στιγμή βρίσκεται κλεισμένος με κάποιον Φιδόγλωσσο, ειδαλλιώς θα βρισκόταν εδώ να καλωσορίσει τέτοιους τιμημένους επισκέπτες.

— Σΐγουρα θα το ’κανε! γέλασε ο Γκάνταλφ. Κι ο Σάρουμαν ήταν που σας έβαλε να φυλάτε τις χαλασμένες του πύλες και να έχετε το νου σας μην έρθουν ξένοι, όταν βέβαια μπορούσατε να προσέξετε και τίποτ’ άλλο πέρα από το πιάτο σας και τα μπουκάλια;

— Όχι, καλέ μου κύριε, αυτή η υπόθεση ξέφυγε από την αντίληψη του, απάντησε ο Μέρι σοβαρά. Έχει ένα σωρό άλλες σκοτούρες. Τις εντολές τις πήραμε απ’ το Δεντρογένη, που έχει αναλάβει τη διοίκηση του Ίσενγκαρντ. Με πρόσταξε να καλωσορίσω τον Άρχοντα του Ρόαν με λόγια καθώς πρέπει. Κι έκανα ό,τι καλύτερο μπόρεσα.

— Και για τους συντρόφους σου; Για το Λέγκολας και για μένα; φώναξε ο Γκίμλι, μην μπορώντας να συγκρατηθεί άλλο. Παλιομασκαράδες, παλιόμαλλιαροπόδηδες και σγουρομάλληδες σκασιάρχες! Μας βγάλατε το λάδι να σας κυνηγάμε! Διακόσιες λεύγες μέσ’ από δάση και βάλτους, μάχες και θάνατο, για να σας γλιτώσουμε! Και να που σας βρίσκουμε να καλοτρώτε και να χαζεύετε — και να καπνίζετε! Πού βρήκατε τον καπνό, πάλιομπαγαπόντηδες; Μα το σφυρί και την τσιμπίδα! Έχω φουσκώσει τόσο πολύ από θυμό και χαρά, που θα ’ναι θαύμα αν δε σκάσω!

— Μιλάς και για μένα, Γκίμλι, γέλασε ο Λέγκολας. Αν και θα προτιμούσα να μάθω πού βρήκαν το κρασί.

— Ένα πράγμα δε βρήκατε ύστερα από τόσο κυνηγητό, κι αυτό είναι καθαρότερο μυαλό, είπε ο Πίπιν, ανοίγοντας το ’να μάτι. Εδώ μας βρίσκετε να καθόμαστε στο πεδίο της νίκης, ανάμεσα στα λάφυρα στρατών, και απορείτε πώς βρήκαμε μερικές καλοκερδισμένες ανέσεις!

— Καλοκερδισμένες; είπε ο Γκίμλι. Δεν το πιστεύω! Οι Καβαλάρηδες έβαλαν τα γέλια.

— Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είμαστε μάρτυρες στη συνάντηση φίλων αγαπημένων, είπε ο Θέοντεν. Λοιπόν, αυτοί είναι οι χαμένοι της ομάδας σου, Γκάνταλφ; Το ’χει η μοίρα των ημερών να ’ναι γεμάτες θαύματα. Έχω κιόλας δει πολλά από τότε που έφυγα απ’ το σπίτι μου· και τώρα, εδώ μπροστά στα μάτια μου, στέκονται κι άλλα πλάσματα απ’ τους θρύλους. Δεν είναι αυτά Ανθρωπάκια, που μερικοί από μας λένε Χόμπιτλαν;

— Χόμπιτ, παρακαλώ, κύριε, είπε ο Πίπιν.

— Χόμπιτ; είπε ο Θέοντεν. Η γλώσσα σας είναι παράξενα αλλαγμένη· αλλά το όνομα δεν ακούγεται αταίριαστο έτσι. Χόμπιτ! Καμιά πληροφορία απ’ όσες έχω ακούσει δε φτάνει την αλήθεια.

Ο Μέρι υποκλίθηκε· κι ο Πίπιν σηκώθηκε κι υποκλίθηκε βαθιά.

— Είσαι πολύ ευγενικός, άρχοντα· ή ελπίζω πως έτσι μπορώ να πάρω τα λόγια σου, είπε. Και να κι άλλο ένα θαύμα! Έχω ταξιδέψει σε πολλές χώρες, από τότε που άφησα το σπίτι μου και ποτέ ως τώρα δε βρήκα ανθρώπους που να ήξεραν την παραμικρή ιστορία σχετικά με χόμπιτ.

— Ο λαός μου πολύ παλιά κατέβηκε απ’ το Βοριά, είπε ο Θέοντεν. Αλλά δε θα σε κοροϊδέψω — δεν ξέρω ιστορίες για χόμπιτ. Το μόνο που λέγεται μεταξύ μας είναι πως πολύ μακριά, πέρα από πολλούς λόφους και ποτάμια, ζουν τ’ ανθρωπάκια που κατοικούν σε τρύπες σε αμμόλοφους. Αλλά δεν υπάρχουν θρύλοι για τα έργα τους, γιατί λέγεται πως δεν κάνουν τίποτα κι αποφεύγουν τους ανθρώπους και μπορούν να εξαφανιστούν, ώσπου ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου· και πως μπορούν ν’ αλλάξουν τις φωνές τους και να ακούγονται σαν το κελάηδημα πουλιών. Αλλά, κατά τα φαινόμενα, υπάρχουν κι άλλα που θα μπορούσε κανείς να πει.

— Και βέβαια, υπάρχουν, άρχοντα, είπε ο Μέρι.