Выбрать главу

— Κι ένα απ’ αυτά, είπε ο Θέοντεν, είναι πως δεν είχα ακούσει πως έβγαζαν καπνό από το στόμα τους.

— Δεν είναι για ν’ απορείς, απάντησε ο Μέρι· γιατί αυτή την τέχνη δεν την έχουμε αρχίσει παραπάνω από λίγες γενιές. Ήταν ο Τόμπολντ Χορνμπλόουερ, του Λόνγκμπότομ στη Νότια Μοίρα, που πρώτος καλλιέργησε το πραγματικό πιπόχορτο στους κήπους του, γύρω στα 1070, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας. Πώς ο γερο-Τόμπι βρήκε το φυτό...

— Δεν ξέρεις τι κίνδυνο διατρέχεις, Θέοντεν, έκοψε ο Γκάνταλφ. Αυτοί εδώ οι χόμπιτ είναι ικανοί να καθίσουν στα χαλάσματα και, με αφάνταστη υπομονή, να κουβεντιάζουν τις απολαύσεις του τραπεζιού ή τα ανάξια λόγου έργα των πατεράδων, παππούδων, προπαππούδων τους και μακρινών ξαδέρφων ένατου βαθμού, αν τους δώσεις θάρρος. Αλλά κάποια άλλη ώρα θα είναι πιο κατάλληλη για την ιστορία του καπνίσματος. Πού είναι ο Δεντρογένης, Μέρι;

— Πέρα στη βορινή μεριά, νομίζω. Πήγε να πιει καθαρό νερό. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους Εντ είναι μαζί του, και δουλεύουν ακόμα — εκεί πέρα.

Ο Μέρι κούνησε το χέρι του κατά την αχνιστή λίμνη· κι όπως κοίταξαν, άκουσαν ένα μακρινό υπόκωφο θόρυβο κι ένα κροτάλισμα, λες και πέτρες να κατρακυλούσαν απ’ το βουνό. Και από μακριά ακουγόταν ένα χονμ-χομ, λες και ηχούσαν θριαμβευτικά βούκινα.

— Είναι, λοιπόν, το Όρθανκ αφρούρητο; ρώτησε ο Γκάνταλφ.

— Υπάρχει το νερό, είπε ο Μέρι. Αλλά ο Αστραπής και μερικοί άλλοι έχουν το νου τους. Δεν είναι όλοι οι στύλοι και οι κολόνες στην πεδιάδα φυτεμένα απ’ το Σάρουμαν. Ο Αστραπής νομίζω πως είναι πλάι σ’ εκείνη την πέτρα κοντά στη βάση της σκάλας.

— Ναι, ένας ψηλός γκρίζος Εντ είναι εκεί πέρα, είπε ο Λέγκολας, αλλά τα μπράτσα του είναι στα πλευρά του και στέκεται ακίνητος σαν δεντρο-πόρτα.

— Έχει περάσει το μεσημέρι, είπε ο Γκάνταλφ, κι εμείς τουλάχιστον έχουμε να φάμε από νωρίς το πρωί. Θέλω όμως να δω το Δεντρογένη όσο πιο γρήγορα γίνεται. Άφησε καμιά παραγγελία για μένα, ή το φαΐ και το πιοτό σάς την έδιωξαν απ’ το κεφάλι;

— Άφησε παραγγελία, είπε ο Μέρι, και τώρα θα σας την έλεγα, αλλά μ’ εμπόδισαν ένα σωρό άλλες ερωτήσεις. Μου είπε να πω πως, αν ο Άρχοντας του Μαρκ κι ο Γκάνταλφ πάνε ως το βορινό τείχος, θα βρουν το Δεντρογένη εκεί και θα ’ναι καλοδεχούμενοι. Μπορώ να προσθέσω επίσης πως θα βρουν τρόφιμα απ’ τα πιο καλά εκεί, μιας και τ’ ανακάλυψαν και τα ξεδιάλεξαν οι ταπεινοί σας δούλοι — υποκλίθηκε.

Ο Γκάνταλφ γέλασε.

— Έτσι μάλιστα! είπε. Λοιπόν, Θέοντεν, θα έρθεις μαζί μου να βρούμε το Δεντρογένη; Πρέπει να πάμε γύρω γύρω, αλλά δεν είναι μακριά. Όταν δεις το Δεντρογένη, θα μάθεις πολλά. Γιατί ο Δεντρογένης είναι ο Φάνγκορν, ο αρχαιότερος κι ο αρχηγός των Εντ, κι όταν μιλήσεις μαζί του θ’ ακούσεις τα λόγια του πιο γέρικου απ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα.

— Θα έρθω μαζί σου, είπε ο Θέοντεν. Αντίο, χόμπιτ μου! Εύχομαι ν’ ανταμώσουμε ξανά στο παλάτι μου! Εκεί θα καθίσετε πλάι μου και θα μου πείτε ό,τι τραβάει η καρδιά σας: τα έργα των προγόνων σας, ως εκεί που τους θυμάστε· και θα πούμε για τον Τόμπολντ το Γέροντα και το θρύλο του χόρτου. Έχετε γεια!

Οι χόμπιτ υποκλίθηκαν βαθιά.

— Ώστε αυτός είναι ο Βασιλιάς του Ρόαν! είπε ο Πίπιν χαμηλόφωνα. Πολύ καλός γέρος. Ευγενέστατος.

Κεφάλαιο IX

ΣΥΝΤΡΙΜΜΑΤΑ

Ο Γκάνταλφ και η συνοδεία του βασιλιά έφυγαν, στρίβοντας ανατολικά, για να κάνουν το γύρο των ερειπωμένων τειχών του Ίσενγκαρντ. Αλλά ο Αραγκορν, ο Γκίμλι και ο Λέγκολας έμειναν πίσω. Αμόλησαν τον Άροντ και το Χάσουφελ να βοσκήσουν κι ήρθαν και κάθισαν πλάι στους χόμπιτ.

— Λοιπόν, λοιπόν! Το κυνήγι τελείωσε και να που τέλος ξανανταμώνουμε εκεί που κανείς από μας δε φαντάστηκε πως θα βρεθούμε, είπε ο Άραγκορν.

— Και τώρα που οι μεγάλοι πήγαν να κουβεντιάσουν τις υψηλές υποθέσεις τους, είπε ο Λέγκολας, ίσως οι κυνηγοί να μπορέσουν να πάρουν απάντηση στα δικά τους μικρά αινίγματα. Ακολουθήσαμε τα ίχνη σας ως το δάσος, αλλά υπάρχουν ακόμα πολλά πράγματα που θα ’θελα να ξεκαθαρίσω.

— Κι υπάρχουν άλλα τόσα που θέλουμε κι εμείς να μάθουμε για σας, είπε ο Μέρι. Μάθαμε κάτι λίγα απ’ το Δεντρογένη, το γερο-Εντ, αλλά όχι αρκετά.

— Όλα με τη σειρά, είπε ο Λέγκολας. Εμείς είμαστε οι κυνηγοί κι εσείς πρέπει πρώτα να μας πείτε τα δικά σας.

— Ή πιο ύστερα, είπε ο Γκίμλι. Θα τ’ ακούσουμε καλύτερα μετά το φαγητό. Με πονάει το κεφάλι μου· κι είναι περασμένο μεσημέρι. Εσείς οι σκασιάρχες μπορείτε να μας αποζημιώσετε βρίσκοντάς μας κάτι απ’ τα λάφυρα που μας είπατε. Φαΐ και πιοτό θα σθήσουν κάμποσα απ’ αυτά που μου χρωστάτε.

— Τότε, θα το ’χεις, είπε ο Πίπιν. Θα φάμε εδώ, ή πιο αναπαυτικά σε ό,τι έχει απομείνει απ’ το φρουραρχείο του Σάρουμαν — εκεί κάτω απ’ την καμάρα; Εμείς χρειάστηκε να κολατσίσουμε εδώ έξω, για να ρίχνουμε καμιά ματιά στο δρόμο.