Выбрать главу

— Λιγότερο από καμιά! είπε ο Γκίμλι. Αλλά εγώ δεν μπαίνω σε σπίτι Ορκ· ούτε αγγίζω κρέας για Ορκ ή οτιδήποτε έχουν μαγαρίσει με τα χέρια τους.

— Δε θα σου το ζητούσαμε, είπε ο Μέρι. Εμείς είχαμε τόσα πάρε δώσε με τους Ορκ, που μας φτάνουν για όλη μας τη ζωή. Αλλά είχε κι άλλους στο Ίσενγκαρντ. Είχε μείνει αρκετή σοφία στο Σάρουμαν, ώστε να μην έχει εμπιστοσύνη στους Ορκ του. Είχε Ανθρώπους να φυλάνε τις πύλες του — μερικούς απ’ τους πιο πιστούς του υπηρέτες, φαντάζομαι. Οπωσδήποτε τους ξεχώριζε κι έπαιρναν καλές προμήθειες.

— Και πιπόχορτο; ρώτησε ο Γκίμλι.

— Όχι, δε νομίζω, γέλασε ο Μέρι. Αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία, που μπορεί να περιμένει για μετά το φαγητό.

— Λοιπόν, τότε πάμε να φάμε! είπε ο Νάνος.

Οι χόμπιτ μπήκαν μπροστά, πέρασαν κάτω απ’ την καμάρα κι έφτασαν σε μια φαρδιά πόρτα αριστερά, στην κορφή μιας σκάλας. Η πόρτα άνοιγε κατευθείαν σ’ ένα ευρύχωρο διαμέρισμα, με άλλες μικρότερες πόρτες στο βάθος κι είχε ένα τζάκι και καπνοδόχο στη μια πλευρά. Το διαμέρισμα ήταν σκαμμένο στο βράχο· και κάποτε θα ’πρεπε να ήταν σκοτεινό, γιατί τα παράθυρά του έβλεπαν μόνο στη στοά. Αλλά τώρα έμπαινε φως απ’ την πεσμένη οροφή. Στο τζάκι έκαιγαν ξύλα.

— Άναψα λίγη φωτιά, είπε ο Πίπιν. Μας παρηγορούσε στις ομίχλες. Είχε πολύ λίγα ξύλα εδώ γύρω και τα περισσότερα που μπορούσαμε να βρούμε ήταν βρεγμένα. Αλλά τραβάει καλά η καπνοδόχος -φαίνεται πως ανεβαίνει ψηλά μέσα από το βράχο κι ευτυχώς δεν έκλεισε. Εξυπηρετεί η φωτιά. Θα σας καψαλίσω λίγο ψωμί, γιατί φοβάμαι πως είναι τριών ή τεσσάρων ημερών.

Ο Άραγκορν κι οι σύντροφοι του κάθισαν στην άκρη ενός μακρόστενου τραπεζιού και οι χόμπιτ εξαφανίστηκαν πίσω από μια απ’ τις εσωτερικές πόρτες.

— Είναι το κελάρι εκεί μέσα κι ευτυχώς βρίσκεται ψηλότερα από τα νερά της πλημμύρας, είπε ο Πίπιν, καθώς γύρισαν πίσω φορτωμένοι με πιάτα, γαβάθες, κούπες, μαχαίρια και λογής λογής φαγητά.

— Και μη ζαρώνεις τη μύτη σου στα φαγητά, κύριε Γκίμλι, είπε ο Μέρι. Δεν είναι φαΐ για Ορκ, αλλά ανθρωποφαγητό, όπως το λέει ο Δεντρογένης. Τι θα πιείτε, κρασί ή μπίρα; Έχει ένα βαρέλι εκεί μέσα — πολύ καλή. Κι αυτό είναι πρώτης τάξεως παστό χοιρινό. Ή μπορώ να σας κόψω μερικά κομμάτια μπέικον και να σας τα ψήσω στη σχάρα, αν προτιμάτε. Συγγνώμη που δεν έχουμε σαλατικά, αλλά έχει δημιουργηθεί κάποια ανωμαλία στην τροφοδοσία τις τελευταίες μέρες! Δεν μπορώ να σας προσφέρω τίποτα για δεύτερο πιάτο, εκτός από μέλι και βούτυρο για το ψωμί σας. Είστε ευχαριστημένοι;

— Και βέβαια, είπε ο Γκίμλι. Το χρέος σας όλο και λιγοστεύει.

Σε λίγο οι τρεις το ’χαν ρίξει στο φαΐ για καλά· και οι δύο χόμπιτ, χωρίς δισταγμό, στρώθηκαν για δεύτερη φορά.

— Πρέπει να κάνουμε παρέα στους ξένους μας, είπαν.

— Όλο ευγένειες είσαστε σήμερα, γέλασε ο Λέγκολας. Αλλά, ίσως, αν δεν είχαμε έρθει, θα ξανατρώγατε κάνοντας συντροφιά ο ένας στον άλλο.

— Ίσως· και γιατί όχι; είπε ο Πίπιν. Τα φαγιά των Ορκ δεν ήταν για φάγωμα και πιο πριν το φαΐ μας ήταν λιγοστό. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που μπορούσαμε να φάμε όσο τραβάει η καρδιά μας.

— Δε φαίνεται να σας έκανε καθόλου κακό, είπε ο Άραγκορν. Μάλιστα φαινόσαστε να σκάτε από υγεία.

— Ναι, έτσι είναι, είπε ο Γκίμλι, κοιτάζοντας τους απ’ την κορφή ως τα νύχια, πάνω απ’ την κούπα του. Μπράβο! Τα μαλλιά σας είναι δυο φορές πιο πυκνά και σγουρά από τότε που χωρίσαμε· και παίρνω όρκο πως κι οι δυο σας ψηλώσατε λιγάκι, αν είναι δυνατό να συμβεί κάτι τέτοιο σε χόμπιτ της ηλικίας σας. Αυτός ο Δεντρογένης τουλάχιστο δε σας ξελίγωσε της πείνας.

— Όχι, είπε ο Μέρι. Αλλά οι Εντ πίνουν μόνο, και το πιοτό δεν αρκεί για χόρταση. Τα ποτά του Δεντρογένη μπορεί να είναι θρεπτικά, αλλά νιώθεις την ανάγκη για κάτι στερεό. Ακόμα και το λέμπας είναι καλύτερο απ’ το τίποτα.

— Δηλαδή ήπιατε απ’ τα νερά των Εντ, έτσι; είπε ο Λέγκολας. Α, τότε νομίζω πως σχεδόν σίγουρα τα μάτια του Γκίμλι δεν τον ξεγελούν. Λέγονται παράξενα τραγούδια για τα ποτά του Φάνγκορν.

— Πολλές παράξενες ιστορίες έχουν ειπωθεί για κείνη τη χώρα, είπε ο Άραγκορν. Δεν έχω πάει ποτέ εκεί. Ελάτε, πείτε μου περισσότερα γι’ αυτή, για τους Εντ!

— Οι Εντ, είπε ο Πίπιν, οι Εντ είναι... να, οι Εντ πρώτα πρώτα είναι αλλιώτικοι. Όμως τα μάτια τους τώρα, τα μάτια τους είναι πολύ αλλόκοτα — προσπάθησε να πει μερικές κομπιαστές λέξεις και σώπασε. Οχ, να, συνέχισε, είδατε κιόλας μερικούς από μακριά — αυτοί τουλάχιστο σας είχαν δει και ειδοποίησαν πως βρίσκεστε στο δρόμο — και θα δείτε και πολλούς άλλους ακόμα, φαντάζομαι, πριν φύγετε από δω. Πρέπει να σχηματίσετε δική σας γνώμη.