— Να και κάτι θησαυροί που αφήσατε να σας πέσουν, είπε ο Άραγκορν. Θα χαρείτε να τους πάρετε πίσω.
Ξέσφιξε τη ζώνη του κάτω απ’ το μανδύα του κι έβγαλε δυο θηκιασμένα μαχαίρια.
— Μπράβο! είπε ο Μέρι. Δεν περίμενα να τα ξαναδώ αυτά! Έκοψα κάμποσους Ορκ με το δικό μου· αλλά ο Ουγκλούκ μας τα πήρε! Πώς μας αγριοκοίταζε! Στην αρχή νόμιζα πως θα με τρυπούσε, αλλά τα πέταξε μακριά, λες και τον έκαιγαν.
— Να και η καρφίτσα σου, Πίπιν, είπε ο Άραγκορν. Την είχα φυλαγμένη, γιατί είναι πολύτιμη.
— Το ξέρω, είπε ο Πίπιν, δυσκολεύτηκα να την αποχωριστώ· αλλά τι άλλο μπορούσα να κάνω;
— Τίποτ’ άλλο, απάντησε ο Άραγκορν. Αν δεν μπορείς στην ανάγκη ν’ αποχωριστείς ένα θησαυρό, τότε είσαι δέσμιος του. Έκανες πολύ σωστά.
— Το κόψιμο των σκοινιών απ’ τα χέρια σου, αυτό ήταν πολύ έξυπνο! είπε ο Γκίμλι. Σε βοήθησε και η τύχη· αλλά άρπαξες την ευκαιρία και με τα δυο σου χέρια, θα ’λεγα.
— Και μας έβαλες το πιο δύσκολο γρίφο, είπε ο Λέγκολας. Εγώ αναρωτιόμουν μήπως είχατε βγάλει φτερά!
— Δυστυχώς, όχι, είπε ο Πίπιν. Αλλά δεν ξέρατε για τον Γκρίσνακ. Ανατρίχιασε και δεν είπε τίποτ’ άλλο, αφήνοντας το Μέρι να πει για κείνες τις φοβερές τελευταίες στιγμές: για τα ψαχουλευτά χέρια, την καυτή ανάσα και την τρομερή δύναμη των μαλλιαρών χεριών του Γκρίσνακ.
— Όλα αυτά για τους Ορκ του Μπαράντ-ντουρ, του Λουγκμπούρτζ όπως το λένε, με βάζουν σ’ ανησυχία, είπε ο Άραγκορν. Ο Μαύρος Άρχοντας ήξερε κιόλας πολλά, το ίδιο κι οι υπηρέτες του· κι είναι φανερό πως ο Γκρίσνακ έστειλε κάποιο μήνυμα στην άλλη μεριά του Ποταμού, ύστερα απ’ τον καβγά. Το Κόκκινο Μάτι θα κοιτάζει κατά το Ίσενγκαρντ. Αλλά ο Σάρουμαν οπωσδήποτε έχει σκάψει μόνος του το λάκκο του.
— Ναι, όποια πλευρά κι αν νικήσει, οι προοπτικές του είναι μούρες κι άραχλες, είπε ο Μέρι. Τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν άσχημα γι’ αυτόν από τη στιγμή που οι Ορκ του πάτησαν στο Ρόαν.
— Τον είδαμε μια ματιά το γερο-παλιάνθρωπο, ή έτσι αφήνει να εννοηθεί ο Γκάνταλφ, είπε ο Γκίμλι. Στην άκρη του Δάσους.
— Πότε; ρώτησε ο Πίπιν.
— Πριν πέντε νύχτες, είπε ο Άραγκορν.
— Για να δω, είπε ο Μέρι: πριν πέντε νύχτες — τώρα φτάνουμε στο μέρος της ιστορίας που δεν το ξέρετε καθόλου. Συναντήσαμε το Δεντρογένη εκείνο το πρωί μετά τη μάχη· κι εκείνη τη νύχτα βρισκόμαστε στο Κεφαλάρι, σ’ ένα απ’ τα σπίτια του. Την άλλη μέρα πήγαμε στην Έντμουτ, στη Συνέλευση των Εντ δηλαδή, κι είναι το πιο αλλόκοτο πράγμα που έχω δει στη ζωή μου. Κράτησε όλη εκείνη τη μέρα μη την επόμενη· και περάσαμε τις νύχτες μ’ έναν Εντ που τον λένε Αστραπή. Κι ύστερα αργά, το απόγευμα της τρίτης μέρας της συνέλευσής τους, οι Εντ ξαφνικά ξέσπασαν. Ήταν καταπληκτικό. Το Δάσος ήταν γεμάτο ένταση, λες κι ετοιμαζόταν καταιγίδα μέσα του -ύστερα, εντελώς ξαφνικά, ξέσπασε. Θα ’θελα ν’ ακούγατε το τραγούδι τους καθώς προχωρούσαν.
Αν το ’χε ακούσει ο Σάρουμαν, θα βρισκόταν εκατό μίλια μακριά κόρα, ακόμα κι αν αναγκαζόταν να τρέξει με τα δικά του πόδια, είπε ο Πίπιν.
Είχε πάρα πολύ ακόμα. Ένα μεγάλο μέρος του τραγουδιού δεν είχε λόγια κι ήταν σαν τη μουσική από βούκινα και τύμπανα. Ήταν πολύ συναρπαστικό. Αλλά εγώ νόμιζα πως ήταν μονάχα εμβατήριο και τίποτα παραπάνω, απλώς ένα τραγούδι — ώσπου ήρθα εδώ. Τώρα ξέρω καλύτερα.
— Κατηφορίσαμε απ’ την τελευταία κορυφογραμμή στο Ναν Κουρουνίρ, σαν είχε πέσει η νύχτα, συνέχισε ο Μέρι. Τότε ήταν που για πρώτη φορά ένιωσα πως το ίδιο το Δάσος προχωρούσε πίσω μας. Νόμισα πως ονειρευόμουν κάποιο όνειρο-Εντ, αλλά κι ο Πίπιν το είχε αντιληφθεί. Και οι δυο μας ήμασταν πολύ φοβισμένοι· αλλά δεν ανακαλύψαμε τίποτα περισσότερο ως αργότερα.
»Ήταν οι Χούορν, ή έτσι τους λένε οι Εντ στη “γρήγορη γλώσσα”. Ο Δεντρογένης δε μιλάει πολύ γι’ αυτούς, αλλά νομίζω πως είναι Εντ που έχουν γίνει σχεδόν δέντρα, τουλάχιστο στην όψη. Στέκονται εδώ κι εκεί μέσα στο δάσος ή στις παρυφές του, σιωπηλοί, προσέχοντας ασταμάτητα τα δέντρα· αλλά βαθιά στις πιο σκοτεινές κοιλάδες υπάρχουν χιλιάδες απ’ αυτούς, πιστεύω.
»Έχουν μεγάλη δύναμη και φαίνεται πως μπορούν και τυλίγονται στη σκιά — είναι δύσκολο να τους δεις να κινούνται. Κινούνται όμως. Μπορούν να κινηθούν πολύ γρήγορα, αν είναι θυμωμένοι. Εκεί που κάθεσαι ακίνητος και κοιτάς τον καιρό, ίσως, ή ακούς το θρόισμα του ανέμου, ξαφνικά βλέπεις πως βρίσκεσαι καταμεσής σ’ ένα δάσος με μεγάλα δέντρα που προχωρούν ψαχουλευτά ολόγυρά σου. Έχουν ακόμα φωνές και μπορούν να κουβεντιάσουν με τους Εντ — γι’ αυτό τους λένε Χούορν, λέει ο Δεντρογένης -, αλλά έχουν γίνει αλλόκοτοι και άγριοι. Είναι επικίνδυνοι. Θα έτρεμε το φυλλοκάρδι μου αν τους αντάμωνα και δεν είχε αληθινούς Εντ εκεί κοντά να τους προσέχουν.