» Όταν ο Δεντρογένης έφαγε μερικά βέλη, άρχισε ν’ ανάβει, να γίνεται στα σίγουρα “βιαστικός”, όπως θα ’λεγε. Έβγαλε ένα δυνατό χουμ-χομ και καμιά ντουζίνα ακόμη Εντ πλησίασαν με μεγάλες δρασκελιές. Ένας θυμωμένος Εντ είναι φοβερός. Τα δάχτυλά των χεριών και των ποδιών τους απλώς ακινητοποιούνται, σφίγγοντας το βράχο και τον κομματιάζουν σαν κόρα από ψωμί. Έμοιαζε σαν να βλέπατε τη δουλειά που κάνουν μεγάλες ρίζες δέντρων σε εκατό χρόνια να γίνεται σε λίγα λεπτά.
«Έσπρωχναν, τραβούσαν, ξέσκιζαν, τράνταζαν και σφυροκοπούσαν και κλανγκ-μπανγκ, κρατς-κρακ, σε πέντε λεπτά είχαν ρίξει χάμω ερείπια αυτές τις τεράστιες πύλες· και μερικοί είχαν κιόλας αρχίσει να κατατρώνε τους τοίχους σαν κουνέλια σε αμμόλακκο. Δεν ξέρω τι νόμιζε ο Σάρουμαν πως γίνεται· αλλά πάντως δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Ίσως η μαγεία του να είχε αρχίσει ν’ αδυνατίζει τώρα τελευταία, βέβαια· αλλά, οπωσδήποτε, δεν του βαστάει και πολύ, ούτε έχει και πολύ θάρρος μονάχος αν τον στριμώξεις χωρίς ένα σωρό σκλάβους και μηχανές και τα τοιαύτα, αν με καταλαβαίνετε. Πολύ διαφορετικός απ’ το γερο-Γκάνταλφ. Αναρωτιέμαι αν η φήμη του δεν οφείλεται κυρίως στην εξυπνάδα του να εγκατασταθεί στο Ίσενγκαρντ.
— Όχι, είπε ο Άραγκορν. Κάποτε ήταν τόσο μεγάλος, όσο τον έκανε η φήμη του. Η γνώση του ήταν βαθιά, ο νους του οξυδερκής και τα χέρια του είχαν δεξιοσύνη θαυμαστή· κι είχε δύναμη πάνω στη γνώμη των άλλων. Τους σοφούς μπορούσε να πείθει και τους μικρότερους να αποθαρρύνει. Αυτή τη δύναμη σίγουρα τη διατηρεί ακόμα. Θα ’λεγα πως δεν υπάρχουν πολλοί στη Μέση-γη που να είναι ασφαλισμένοι, αν έμεναν μονάχοι να κουβεντιάσουν μαζί του, ακόμα και τώρα που έχει υποστεί μεγάλη ήττα. Ο Γκάνταλφ, ο Έλροντ, η Γκαλάντριελ, ίσως, τώρα που η πανουργία του έχει απογυμνωθεί, αλλά ελάχιστον άλλοι.
— Οι Εντ είναι ασφαλισμένοι, είπε ο Πίπιν. Φαίνεται πως κάποτε τους τύλιξε, αλλά ποτέ πια. Κι οπωσδήποτε δεν τους κατάλαβε· κι έκανε το μεγάλο λάθος να τους αφήσει έξω από τους υπολογισμούς του. Δεν είχε σχέδιο για να τους αντιμετωπίσει ούτε χρόνο για να καταστρώσει κάποιο, σαν άρχισαν δουλειά. Μόλις άρχισε η επίθεσή μας, οι ελάχιστοι ποντικοί που είχαν απομείνει στο Ίσενγκαρντ άρχισαν να ξεπετάγονται από κάθε τρύπα που άνοιγαν οι Εντ. Οι Εντ άφησαν τους Ανθρώπους να φύγουν, αφού πρώτα τους ανακρίνανε, δυο τρεις ντουζίνες μόνο εδώ σ’ αυτήν την πλευρά. Δε νομίζω πως κανένας Ορκ, μικρός ή μεγάλος, ξέφυγε. Τουλάχιστον όχι από τους Χούορν, γιατί τότε είχαν σχηματίσει ολόκληρο δάσος γύρω από το Ίσενγκαρντ, εκτός από κείνους που είχαν κατηφορίσει στην κοιλάδα.
»Όταν οι Εντ είχαν κάνει θρύψαλα ένα μεγάλο μέρος του νότιου τείχους κι όσοι είχαν μείνει απ’ τους δικούς του το ’χαν βάλει στα πόδια και τον είχαν εγκαταλείψει, ο Σάρουμαν υποχώρησε πανικόβλητος. Φαίνεται πως βρισκόταν στις πύλες, όταν φτάσαμε — φαντάζομαι πως θα είχε έρθει να δει την έξοδο του θαυμάσιου στρατού του. Όταν οι Εντ παραβίασαν την είσοδο, έφυγε βιαστικός. Δεν τον πήραν είδηση αμέσως. Αλλά η νύχτα είχε ξανοίξει και είχε αστροφεγγιά αρκετή για να βλέπουν οι Εντ. Και ξαφνικά ο Αστραπής έβγαλε μια φωνή: “Ο δεντροφονιάς, ο δεντροφονιάς!” Ο Αστραπής είναι ήμερο πλάσμα, αλλά μισεί το Σάρουμαν πάρα πολύ, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο: οι δικοί του υπέφεραν σκληρά απ’ τα τσεκούρια των Ορκ. Πήδηξε στο δρόμο από την εσωτερική πύλη, γιατί μπορεί να τρέξει σαν τον άνεμο, όταν είναι θυμωμένος. Μια ασπριδερή μορφή έτρεχε βιαστικά μπαινοβγαίνοντας στις σκιές απ’ τις κολόνες κι είχε σχεδόν φτάσει στις σκάλες που οδηγούσαν στην πόρτα του πύργου. Παρά τρίχα. Ο Αστραπής ήταν ξοπίσω του και παρά δυο βήματα θα τον είχε αρπάξει και πνίξει, αλλά πρόλαβε και χώθηκε στην πόρτα.
»Όταν ο Σάρουμαν βρέθηκε ασφαλισμένος πίσω στο Όρθανκ, δεν άργησε να βάλει τα πολύτιμα μηχανήματά του να δουλέψουν. Τότε πια είχαν μπει πολλοί Εντ στο Ίσενγκαρντ· μερικοί είχαν ακολουθήσει τον Αστραπή κι άλλοι είχαν μπει απ’ το βοριά κι απ’ την ανατολή· τριγύριζαν παντού και προξενούσαν πολύ μεγάλες καταστροφές. Ξαφνικά, άρχισαν να βγαίνουν φωτιές και βρόμικες αναθυμιάσεις — οι αεραγωγοί και τα ανοίγματα παντού στην πεδιάδα άρχισαν να ξεχύνουν και να ξερνούν. Πολλοί Εντ τσουρουφλίστηκαν και φουσκάλιασαν. Ένας τους, Οξιά νομίζω πως τον έλεγαν, ένας πολύ ψηλός κι όμορφος Εντ, έπεσε πάνω σ’ έναν πίδακα υγρής φωτιάς και κάηκε σαν δαδί -φοβερό θέαμα.
»Αυτό τους αποτρέλανε. Νόμιζα πως ήταν πολύ θυμωμένοι πριν αλλά έκανα λάθος. Τώρα, τέλος, είδα τ’ αποκορύφωμα. Ήταν τρομακτικό. Άρχισαν να μουγκρίζουν και να βουίζουν και να σαλπίζουν, ώσπου άρχισαν να ραγίζουν και να πέφτουν οι πέτρες μονάχα απ’ το θόρυβο που έκαναν. Ο Μέρι κι εγώ πέσαμε χάμω και κλείσαμε τ’ αυτιά μας με το μανδύα μας. Γύρω γύρω απ’ το βράχο του Όρθανκ οι Εντ έτρεχαν κι έπεφταν σαν τη θύελλα που ουρλιάζει, κομματιάζοντας τις κολόνες, ρίχνοντας σωρούς πέτρες μέσα στους αεραγωγούς κι εκσφενδονίζοντας τεράστιες πέτρινες πλάκες στον αέρα σαν φύλλα. Ο πύργος βρισκόταν καταμεσής ενός μαινόμενου τυφώνα. Είδα σιδερένιους στύλους και ντουβάρια ολόκληρα να φεύγουν σαν ρουκέτες εκατοντάδες πόδια ψηλά και να πέφτουν με δύναμη πάνω στα παράθυρα του Όρθανκ. Αλλά ο Δεντρογένης όμως δεν παρασύρθηκε. Ευτυχώς δεν είχε καθόλου εγκαύματα. Δεν ήθελε οι δικοί του να τραυματιστούν από την παραφορά τους και δεν ήθελε ο Σάρουμαν να ξεφύγει από καμιά τρύπα μέσα στη σύγχυση. Πολλοί από τους Εντ έπεφταν με μανία πάνω στο βράχο του Όρθανκ· άλλοι έσπαζαν τα μούτρα τους. Ήταν πολύ λείος και σκληρός. Ίσως έχει μάγια πιο παλιά και δυνατά απ’ του Σάρουμαν. Πάντως, δεν μπορούσαν να τον πιάσουν από πουθενά ούτε να τον ραΐσουν και μωλωπίζονταν και τραυματίζονταν επάνω του.