»Έτσι ο Δεντρογένης βγήκε στη μέση και φώναξε. Η βροντερή φωνή του ακούστηκε πάνω απ’ όλη την αντάρα. Ξαφνικά, έπεσε νεκρική σιγή. Και σ’ αυτήν ακούσαμε ένα στριγκό γέλιο από ένα ψηλό παράθυρο του πύργου. Αυτό είχε παράξενη επίδραση στους Εντ. Ως τώρα χόχλαζαν φουσκωμένοι· τώρα κρύωσαν, έγιναν αγριωποί σαν πάγος και ήσυχοι. Άφησαν την πεδιάδα και μαζεύτηκαν γύρω απ’ το Δεντρογένη, και στάθηκαν εντελώς ακίνητοι. Τους μίλησε λιγάκι στη δική τους γλώσσα· νομίζω πως τους έλεγε ένα σχέδιο που είχε συλλάβει στο γέρικο κεφάλι του από πολύ παλιά. Τότε, αυτοί χάθηκαν σιωπηλά στο γκρίζο φως. Είχε αρχίσει να χαράζει.
»Έβαλαν φρουρά στον πύργο, νομίζω, αλλά οι φρουροί ήταν τόσο καλά κρυμμένοι στις σκιές και τόσο ασάλευτοι, που δεν μπορούσα να τους διακρίνω. Οι άλλοι απομακρύνθηκαν βορινά. Όλη εκείνη τη μέρα δούλευαν, δίχως να φαίνονται. Τον περισσότερο καιρό μας είχαν αφήσει μόνους. Ήταν μια απαίσια μέρα. Εμείς τριγυρίσαμε λιγάκι, αν και προσέχαμε να μη φαινόμαστε απ’ τα παράθυρα του Όρθανκ, όσο πιο πολύ μπορούσαμε — τόσο απειλητικά μας κοίταζαν. Την περισσότερη ώρα την περάσαμε γυρεύοντας κάτι να φάμε. Καθόμασταν επίσης και κουβεντιάζαμε κι αναρωτιόμασταν τι να γινόταν πέρα στο νοτιά στο Ρόαν, και τι να ’χαν γίνει οι υπόλοιποι της Ομάδας μας. Πότε πότε ακούγαμε από μακριά θόρυβο από κάποια πέτρα που έπεφτε και υπόκωφους θορύβους ν’ αντηχούν στους λόφους.
»Το απομεσήμερο κάναμε μια βόλτα γύρω στο δακτύλιο και πήγαμε να ρίξουμε μια ματιά να δούμε τι γινόταν. Ένα μεγάλο σκιερό δάσος Χούορν ήταν στο πάνω μέρος της κοιλάδας κι ένα άλλο γύρω απ’ το βορινό τείχος. Δεν τολμήσαμε να μπούμε μέσα. Αλλά από τα βάθη του ακουγόταν θόρυβος από κόψιμο και σκίσιμο. Οι Εντ κι οι Χούορν έσκαβαν μεγάλους λάκκους και τάφρους κι έφτιαχναν τεράστιες λίμνες και φράγματα, μαζεύοντας όλα τα νερά του Ίσεν και κάθε άλλης πηγής και ρυακιού που μπορούσαν να βρουν. Τους αφήσαμε στη δουλειά τους.
»Το βραδάκι ο Δεντρογένης ξανάρθε στην πύλη. Σιγοτραγουδούσε βουίζοντας κι έδειχνε ευχαριστημένος. Στάθηκε και τέντωσε τα μεγάλα χέρια και πόδια του κι ανάσαινε βαθιά. Τον ρώτησα αν ήταν κουρασμένος.
»“Κουρασμένος; είπε, κουρασμένος; Λοιπόν όχι, δεν είμαι κουρασμένος, αλλά πιασμένος. Χρειάζομαι ένα γερό πιοτό απ’ τα νερά του Έντγουός. Δουλέψαμε σκληρά· σήμερα σπάσαμε τόσες πέτρες και μασήσαμε τόσο χώμα, όσο δεν είχαμε εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά σχεδόν τελειώσαμε. Όταν νυχτώσει μην καθίσετε κοντά σ’ αυτήν την πύλη ή στην παλιά στοά! Μπορεί να περάσει το νερό — και για λίγο θα ’ναι πολύ βρόμικο, ώσπου να ξεπλυθεί όλη η βρομιά του Σάρουμαν. Τότε ο Ίσεν θα μπορέσει να τρέξει καθαρός ξανά.”
»Άρχισε να γκρεμίζει λιγάκι ακόμα από τα τείχη, δίχως βιάση, έτσι, για να διασκεδάσει.
»Μόλις είχαμε αρχίσει ν’ αναρωτιόμαστε πού θα ήταν ασφαλισμένα για να πέσουμε και να κοιμηθούμε λιγάκι, έγινε το πιο εκπληκτικό απ’ όλα. Ακούστηκε ένας καβαλάρης ν’ ανηφορίζει γρήγορα το δρόμο. Ο Μέρι κι εγώ λουφάξαμε κι ο Δεντρογένης κρύφτηκε στις σκιές κάτω απ’ την καμάρα. Ξαφνικά, ένα μεγάλο άλογο έφτασε καλπάζοντας σαν ασημένια αστραπή. Σκοτείνιαζε, αλλά μπορούσα να δω καθαρά το πρόσωπο του καβαλάρη: φαινόταν να λάμπει κι όλα του τα ρούχα ήταν άσπρα. Εγώ ανακάθισα, με μάτια γουρλωμένα και το στόμα ορθάνοιχτο. Προσπάθησα να φωνάξω, αλλά δεν μπορούσα.
»Δε χρειάστηκε. Σταμάτησε ακριβώς πλάι μας και μας κοίταξε. “Γκάνταλφ!” είπα επιτέλους, αλλά η φωνή μου ήταν μόνο ψίθυρος. Αλλά μήπως κι είπε: “Γεια σου, Πίπιν! Τι ευχάριστη έκπληξη!”; Όχι, βέβαια! Είπε: “Σήκω πάνω, ανόητε Τουκ! Πού στο καλό, σ’ όλα αυτά τα χαλάσματα, βρίσκεται ο Δεντρογένης; Τον θέλω. Γρήγορα!”