Выбрать главу

»Ο Δεντρογένης άκουσε τη φωνή του και βγήκε αμέσως απ’ τις σκιές· ήταν μια παράξενη συνάντηση. Εγώ ήμουν κατάπληκτος, γιατί κανένας από τους δυο τους δεν έδειχνε την παραμικρή έκπληξη. Ο Γκάνταλφ ήταν φανερό πως περίμενε να βρει εδώ το Δεντρογένη· κι ο Δεντρογένης ήταν σαν να χασομερούσε επίτηδες κοντά στις πύλες για να τον συναντήσει. Εμείς όμως είχαμε πει στο γερο-Εντ για τη Μόρια. Αλλά θυμήθηκα ένα παράξενο βλέμμα που μας είχε ρίξει τότε. Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι πως είχε δει τον Γκάνταλφ ή είχε νέα του, αλλά δεν ήθελε να πει τίποτα βιαστικά. “Μη βιάζεσαι” είναι η αρχή του· αλλά κανείς, ούτε και τα Ξωτικά ακόμα, δε λένε πολλά για τις κινήσεις του Γκάνταλφ όταν δεν είναι εκεί.

»“Χουμ! Γκάνταλφ! είπε ο Δεντρογένης. Χαίρομαι που ήρθες. Δάση και νερά και άψυχα πράγματα μπορώ να διαφεντέψω· αλλά εδώ πρέπει να τα βγάλω πέρα μ’ ένα μάγο.”

»“Δεντρογένη, είπε ο Γκάνταλφ, χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Έχεις κάνει πολλά, αλλά χρειάζομαι περισσότερα. Εγώ έχω να τα βγάλω πέρα με κάπου δέκα χιλιάδες Ορκ.”

»Ύστερα οι δυο τους πήγαν πιο πέρα σε μια γωνιά κι έκαναν συμβούλιο. Θα πρέπει να του φάνηκε πολύ βιαστικό του Δεντρογένη, γιατί ο Γκάνταλφ βιαζόταν τρομερά και είχε αρχίσει κιόλας να μιλάει πολύ γρήγορα, πριν Βρεθούν εκεί που δε θα τους έφταναν τ’ αυτιά μας. Έλειψαν για λίγα λεπτά, ίσως ένα τέταρτο της ώρας. Ύστερα ο Γκάνταλφ γύρισε σ’ εμάς και έδειχνε ανακουφισμένος, σχεδόν χαρούμενος. Τότε μας είπε πως χάρηκε που μας είδε.

»“Αλλά, Γκάνταλφ, φώναξα, πού ήσουν; Έχεις δει καθόλου τους άλλους;”

»“Όπου κι αν ήμουν, γύρισα, απάντησε με γνήσιο γκανταλφικό τρόπο. Ναι, έχω δει μερικούς απ’ τους άλλους. Αλλά τα νέα πρέπει να περιμένουν. Αυτή η νύχτα είναι επικίνδυνη κι εγώ πρέπει να ταξιδέψω γρήγορα. Η αυγή όμως μπορεί να ’ναι πιο φωτεινή· κι αν είναι έτσι, θα ξανανταμώσουμε. Εσείς να προσέχετε και να μην πλησιάζετε το Όρθανκ! Γεια σας!”

»Ο Δεντρογένης έπεσε σε βαθιά συλλογή όταν έφυγε ο Γκάνταλφ. Ήταν φανερό πως είχε μάθει πολλά σε πολύ λίγη ώρα και τώρα τα χώνευε. Μας κοίταξε και είπε: “Χμ, λοιπόν, ανακαλύπτω πως δεν είσαστε και τόσο βιαστικοί, όσο νόμιζα. Είπατε πολύ λιγότερα από ό,τι θα μπορούσατε κι όχι περισσότερα απ’ όσα έπρεπε. Χμ, μωρέ, αυτά είναι νέα, και τι νέα! Λοιπόν, τώρα ο Δεντρογένης πρέπει να πιάσει δουλειά πάλι.”

»Πριν φύγει, τον καταφέραμε και μας είπε μερικά νέα, που δε μας έδωσαν καθόλου χαρά. Αλλά για την ώρα σκεφτόμασταν πιο πολύ για σας τους τρεις, παρά για το Φρόντο και το Σαμ, ή τον καημένο τον Μπορομίρ. Γιατί καταλάβαμε πως γινόταν μεγάλη μάχη, ή θα γινόταν σύντομα και πως εσείς βρισκόσαστε εκεί και μπορεί να μη βγαίνατε ζωντανοί.

»“Οι Χούορν θα βοηθήσουν”, είπε ο Δεντρογένης.

»Ύστερα έφυγε και δεν τον ξανάδαμε ως σήμερα το πρωί.

»Ήταν νύχτα βαθιά. Ήμαστε ξαπλωμένοι σ’ ένα σωρό πέτρες και δε βλέπαμε σπιθαμή πιο πέρα. Ομίχλη και σκιές σκέπαζαν τα πάντα, σαν μια μεγάλη κουβέρτα ολόγυρά μας. Ο αέρας ήταν καυτός και βαρύς και γεμάτος σουσουρίσματα και τριξίματα κι ένα μουρμουρητό σαν από περαστικές φωνές. Νομίζω πως κι άλλες εκατοντάδες Χούορν θα έπρεπε να περνούσαν από κοντά μας, για να βοηθήσουν στη μάχη. Αργότερα ακούσαμε μπουμπουνητά πέρα στο νοτιά κι είδαμε αστραπές απέναντι στο Ρόαν. Πότε πότε μπορούσαμε να δούμε βουνοκορφές, μίλια και μίλια μακριά, να ξεπετάγονται ξαφνικά ασπρόμαυρες κι ύστερα να χάνονται. Και πίσω μας ακούγονταν θόρυβοι σαν μπουμπουνητά στους λόφους, διαφορετικά όμως. Μερικές φορές αντιλαλούσε ολόκληρη η κοιλάδα.

»Θα ’πρεπε να ’ταν γύρω στα μεσάνυχτα, όταν οι Εντ έσπασαν τα φράγματα κι έχυσαν, από ένα άνοιγμα του βορινού τείχους, όλα τα συγκεντρωμένα νερά, στο Ίσενγκαρντ. Η σκοτεινιά των Χούορν είχε περάσει και οι βροντές είχαν ξεμακρύνει. Το Φεγγάρι έπεφτε πίσω απ’ τα βουνά στη δύση.

»Το Ίσενγκαρντ άρχισε να γεμίζει με μαύρα σερνόμενα ρυάκια και λιμνούλες. Γυάλιζαν στο τελευταίο φως του Φεγγαριού, καθώς απλώνονταν σ’ ολόκληρη την πεδιάδα. Πότε πότε τα νερά έβρισκαν την είσοδο κάποιου αγωγού ή τρύπας. Άσπρος ατμός έβγαινε ψηλά τσιρίζοντας. Σηκώθηκε σύννεφο ο καπνός. Πετάγονταν ξαφνικές φωτιές κι εκρήξεις. Ένα μεγάλο ελικοειδές σύννεφο ατμού ξεπετάχτηκε και τυλίχτηκε γύρω γύρω απ’ το Όρθανκ, ώσπου το έκανε να μοιάζει σαν μια ψηλή συννεφοκορφή, πύρινη στη βάση και φεγγαροφωτισμένη στο πάνω μέρος. Και το νερό εξακολουθούσε να χύνεται μέσα, ώσπου, τέλος, το Ίσενγκαρντ έμοιαζε με τεράστιο επίπεδο τηγάνι που άχνιζε και χόχλαζε.

— Είδαμε ένα σύννεφο καπνού και ατμού στο νοτιά χτες το βράδυ, όταν φτάσαμε στην είσοδο του Ναν Κουρουνίρ, είπε ο Άραγκορν. Φοβηθήκαμε πως ο Σάρουμαν κάτι καινούριο μάς μαγείρευε.