— Σιγά! είπε ο Πίπιν. Αυτός το πιθανότερο ήταν πως πήγαινε να σκάσει και δε γελούσε πια. Ώσπου να ξημερώσει, χτες το πρωί, το νερό είχε μπει σ’ όλες τις τρύπες κι είχε πυκνή ομίχλη. Εμείς βρήκαμε καταφύγιο στο φρουραρχείο εκεί πέρα, πήραμε όμως και μια τρομάρα. Η λίμνη άρχισε να ξεχειλίζει και να χύνεται στην παλιά στοά και το νερό άρχισε ν’ ανεβαίνει γρήγορα τα σκαλοπάτια. Νομίζαμε πως θα παγιδευόμαστε σαν Ορκ στην τρύπα· αλλά βρήκαμε μια περιστροφική σκάλα στο πίσω μέρος του κελαριού που μας έβγαλε στην κορφή της καμάρας. Δυσκολευτήκαμε να βγούμε, γιατί τα περάσματα ήταν ετοιμόρροπα και μισοκλεισμένα από πεσμένες πέτρες κοντά στην κορφή. Εκεί καθίσαμε ψηλότερα απ’ τα νερά της πλημμύρας και παρακολουθήσαμε τον καταποντισμό του Ίσενγκαρντ. Οι Εντ εξακολούθησαν να ρίχνουν μέσα όλο και περισσότερο νερό, ώσπου όλες οι φωτιές έσβησαν κι όλες οι σπηλιές πλημμύρισαν. Οι ομίχλες αργά αργά μαζεύτηκαν και σχημάτισαν μια τεράστια συννεφένια ομπρέλα — θα πρέπει να είχε ένα μίλι ύψος. Το δειλινό σχηματίστηκε ένα πολύ μεγάλο ουράνιο τόξο στους ανατολικούς λόφους. Ύστερα το ηλιοβασίλεμα το έσβησε μια πηχτή Βροχή στις βουνοπλαγιές. Τα πάντα ησύχασαν. Πολύ μακριά, μερικοί λύκοι ούρλιαζαν πένθιμα. Μες στη νύχτα οι Εντ σταμάτησαν τα νερά κι έστειλαν τον Ίσεν πίσω στην παλιά του κοίτη. Κι έτσι τέλειωσαν όλα.
»Από τότε το νερό χαμηλώνει ξανά. Θα πρέπει να υπάρχουν διέξοδοι κάπου στις σπηλιές βαθιά, νομίζω. Αν ο Σάρουμαν κρυφοκοιτάζει από κάποιο απ’ τα παράθυρά του, θα πρέπει να του φαίνονται ανακατεμένα και θλιβερά χαλάσματα. Εμείς νιώθαμε πολύ μόνοι. Δε φαινόταν ούτε ένας Εντ για να κουβεντιάσουμε σ’ όλον τούτο το χαλασμό· και δεν είχαμε κανένα νέο. Περάσαμε τη νύχτα στην κορφή εκεί πάνω απ’ την καμάρα, αλλά έκανε κρύο κι υγρασία και δεν κοιμηθήκαμε. Είχαμε το αίσθημα πως οτιδήποτε μπορούσε να συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Ο Σάρουμαν βρίσκεται ακόμα στον πύργο του. Ακούστηκε ένας θόρυβος τη νύχτα, σαν ν’ ανέβαινε άνεμος στην κοιλάδα. Νομίζω πως οι Εντ και οι Χούορν, που είχαν φύγει, επέστρεφαν τότε· αλλά πού έχουν πάει όλοι τους τώρα, δεν ξέρω. Το πρωινό ήταν ομιχλιασμένο και υγρό όταν κατεβήκαμε κάτω και ρίξαμε πάλι μια ματιά, αλλά δε βρήκαμε κανέναν. Κι αυτά είναι σχεδόν όλα όσα έχουμε να πούμε. Τώρα, φαίνονται σχεδόν ειρηνικά ύστερα απ’ όλη την αναστάτωση. Και, κάπως, πιο σίγουρα επίσης, αφότου γύρισε ο Γκάνταλφ. Θα μπορούσα να κοιμηθώ!
Όλοι σώπασαν για λίγο. Ο Γκίμλι ξαναγέμισε την πίπα του.
— Για ένα πράγμα αναρωτιέμαι ακόμα, είπε — καθώς την άναβε με το τσακμάκι του και την ίσκα — ο Φιδόγλωσσος. Είπατε στο Θέοντεν πως είναι με το Σάρουμαν. Πώς βρέθηκε εκεί;
— Α, ναι, τον ξέχασα, είπε ο Πίπιν. Δεν έφτασε εδώ παρά σήμερα το πρωί. Μόλις είχαμε ανάψει τη φωτιά και είχαμε φάει κάτι για πρωινό, να σου πάλι ο Δεντρογένης. Τον ακούσαμε να κάνει χουμ-χομ απέξω και να φωνάζει τα ονόματά μας.
»“Πέρασα μια βόλτα να δω πώς τα πάτε, νεαροί μου, είπε, και να σας φέρω νέα. Οι Χούρον γύρισαν πίσω. Όλα είναι εντάξει· ναι, πάρα πολύ εντάξει! γέλασε και χτύπησε τα πόδια του με τις παλάμες. Δεν έχει πια Ορκ στο Ίσενγκαρντ, ούτε τσεκούρια! Κι απ’ το Νοτιά θα μας έρθει κόσμος πριν προχωρήσει πολύ η μέρα· κάποιοι που θα χαρείτε να τους δείτε.”
»Δεν είχε καλά καλά τελειώσει κι ακούσαμε ποδοβολητά στο δρόμο. Ορμήσαμε έξω στις πύλες κι εγώ στάθηκα κι αγνάντευα, μισοπεριμένοντας να δω το Γοργοπόδαρο και τον Γκάνταλφ να καταφτάνουν επικεφαλής στρατού. Αλλά μέσ’ απ’ τις ομίχλες φάνηκε ένας καβαλάρης πάνω σ’ ένα γέρικο κουρασμένο άλογο· κι αυτός ο ίδιος έμοιαζε κάπως με αλλόκοτο και διεστραμμένο πλάσμα. Δεν είχε έρθει κανείς άλλος. Όταν βγήκε απ· την ομίχλη κι είδε ξαφνικά όλον το χαλασμό και τα ερείπια μπροστά του. στάθηκε με το στόμα ορθάνοιχτο, και η όψη του πρασίνισε. Ήταν τόσο σαστισμένος, που δε φάνηκε να μας πρόσεξε στην αρχή. Όταν μας είδε, έβγαλε μια φωνή και προσπάθησε να στρίψει το άλογό του και να φύγει. Αλλά ο Δεντρογένης έκανε τρεις δρασκελιές, άπλωσε το μακρύ του χέρι και τον έβγαλε από τη σέλα. Το άλογό του το έβαλε στα πόδια απ’ τον τρόμο του κι αυτός χαμοκυλίστηκε δουλικά. Έλεγε πως ήταν ο Γκρίμα, ο φίλος και σύμβουλος του βασιλιά και πως είχε έρθει με σπουδαία μηνύματα απ’ το Θέοντεν για το Σάρουμαν.
»“Κανείς άλλος δεν τολμούσε να ταξιδέψει στον κάμπο έτσι που ήταν γεμάτος βρομερούς Ορκ, έλεγε, και γι’ αυτό έστειλαν εμένα. Κι έκανα αυτό το επικίνδυνο ταξίδι και είμαι πεινασμένος και κουρασμένος. Και αναγκάστηκα να λοξοδρομήσω στο βοριά, γιατί με κυνήγησαν λύκοι.”
»Πήρε το μάτι μου τις λοξές ματιές που έριχνε στο Δεντρογένη και είπα μέσα μου “ψεύτη”. Ο Δεντρογένης τον κοίταξε με τον αργό κι αβίαστο τρόπο του αρκετά λεπτά, ώσπου ο άθλιος στριφογύριζε σαν το σκουλήκι χάμω. Ύστερα τέλος είπε: