»“Χα, χμ, σε περίμενα, κύριε Φιδόγλωσσε.” Ο άνθρωπος τινάχτηκε σαν άκουσε εκείνο το όνομα. “Σε πρόλαβε ο Γκάνταλφ. Έτσι ξέρω τόσα για σένα, όσα χρειάζομαι και ξέρω τι να σε κάνω. Να βάλω όλα τα ποντίκια στην ίδια φάκα, είπε ο Γκάνταλφ· κι αυτό θα κάνω. Τώρα εγώ είμαι ο αφέντης του Ίσενγκαρντ, αλλά ο Σάρουμαν είναι κλειδωμένος στον πύργο του· κι εσύ μπορείς να πας εκεί και να του δώσεις όσα μηνύματα θέλεις.”
»“Άσε με, άσε με! είπε ο Φιδόγλωσσος. Τον ξέρω το δρόμο.”
»“Τον ήξερες το δρόμο, δεν αμφιβάλλω, είπε ο Δεντρογένης. Αλλά η κατάσταση εδώ έχει κάπως αλλάξει. Πήγαινε να δεις!”
»Άφησε το Φιδόγλωσσο κι αυτός πέρασε κουτσαίνοντας την καμάρα, μ’ εμάς από πίσω, ώσπου βρέθηκε μέσα στο δακτύλιο και μπορούσε να δει όλη την πλημμύρα ανάμεσα σ’ αυτόν και στο Όρθανκ. Τότε γύρισε σ’ εμάς.
“Αφήστε με να φύγω! κλαψούρισε. Αφήστε με να φύγω! Τα μηνύματά μου είναι άχρηστα τώρα.”
»“Και, βέβαια, είναι, είπε ο Δεντρογένης. Αλλά σου μένουν δύο να διαλέξεις: ή να μείνεις μαζί μου ώσπου ο Γκάνταλφ κι ο αφέντης σου να φτάσουν ή να περάσεις το νερό. Τι προτιμάς;”
»Ο άνθρωπος ανατρίχιασε όταν άκουσε ν’ αναφέρουν τον αφέντη του κι έβαλε το ένα πόδι στο νερό· αλλά τραβήχτηκε πίσω.
»“Δεν ξέρω κολύμπι”, είπε.
»“Το νερό δεν είναι βαθύ, είπε ο Δεντρογένης. Είναι βρόμικο, αλλά αυτό δε θα σε βλάψει, κύριε Φιδόγλωσσε. Μπρος μέσα!”
»Κι έτσι ο άθλιος μπήκε παραπατώντας στα νερά. Του έφτασαν σχεδόν ως το λαιμό κι ύστερα ξεμάκρυνε και δεν μπορούσα να τον δω. Την τελευταία φορά που τον είδα, ήταν κολλημένος σ’ ένα παλιοβάρελο ή κάποιο κομμάτι ξύλο. Αλλά ο Δεντρογένης είχε μπει στο νερό πίσω του και τον παρακολουθούσε.
»“Λοιπόν, μπήκε μέσα, είπε όταν γύρισε. Τον είδα να σέρνεται στις σκάλες σαν βρεγμένος ποντικός. Είναι ακόμα κάποιος μέσα στον πύργο — ένα χέρι βγήκε και τον τράβηξε μέσα. Κι έτσι τώρα είναι μέσα κι ελπίζω το καλωσόρισμα να ήταν όπως του αρέσει. Τώρα πρέπει να πάω να ξεπλυθώ από τη γλίτσα. Θα βρίσκομαι πέρα στη βορινή πλευρά, αν θελήσει κάποιος να με δει. Δεν έχει καθαρό νερό εδώ κάτω για να πιουν ή να πλυθούν Εντ. Γι’ αυτό θα παρακαλέσω τους δυο σας να φυλάξετε στην πύλη γι’ αυτούς που έρχονται. Και το νου σας, γιατί θα είναι ο Άρχοντας των Λιβαδιών του Ρόαν! Πρέπει να τον καλωσορίσετε όσο πιο καλά μπορείτε — οι άντρες του έδωσαν μεγάλη μάχη με τους Ορκ. Μπορεί και να ξέρετε το σωστότερο τρόπο να υποδεχτείτε με ανθρώπινες φιλοφρονήσεις έναν τέτοιον άρχοντα, καλύτερα από τους Εντ. Στη διάρκεια της ζωής μου έχουν αλλάξει πολλοί άρχοντες στα πράσινα λιβάδια και ποτέ μου δεν έμαθα τη γλώσσα τους ή τα ονόματά τους. Θα θέλουν ανθρώπινη τροφή κι εσείς ξέρετε απ’ αυτά, φαντάζομαι. Γι’ αυτό βρείτε ό,τι νομίζετε πως είναι τροφή κατάλληλη για ένα βασιλιά, αν μπορείτε.”
»Κι αυτό είναι το τέλος της ιστορίας. Αν και θα ’θελα να ξέρω ποιος είναι αυτός ο Φιδόγλωσσος. Ήταν στ’ αλήθεια σύμβουλος του βασιλιά;
— Ναι, ήταν, είπε ο Άραγκορν κι ήταν ακόμα ο υπηρέτης κι ο κατάσκοπος του Σάρουμαν στο Ρόαν. Η μοίρα δεν του φέρθηκε καλύτερα απ’ ό,τι αξίζει. Το θέαμα της καταστροφής όλων αυτών που τα νόμιζε δυνατά και θαυμαστά θα πρέπει να του ήταν σχεδόν αρκετή τιμωρία. Αλλά φοβάμαι πως τον περιμένουν χειρότερα.
— Ναι, δε φαντάζομαι πως ο Δεντρογένης τον έστειλε στο Όρθανκ απ’ την καλή του την καρδιά, είπε ο Μέρι. Έδειχνε μάλλον άγρια ευχαριστημένος με όλη την υπόθεση και γελούσε κάτω απ’ τα μουστάκια του όταν έφυγε για να κάνει το μπάνιο του και να πιει το ποτό του. Ύστερα είχαμε πολλή δουλειά, ψάχνοντας στα ναυάγια κι ανασκαλεύοντας εδώ κι εκεί. Βρήκαμε δυο τρεις αποθήκες σε διαφορετικά σημεία εδώ κοντά ψηλότερα απ’ τη στάθμη του νερού της πλημμύρας. Αλλά ο Δεντρογένης έστειλε μερικούς Εντ και πήραν ένα σωρό πράγματα.
»“Θέλουμε ανθρώπινη τροφή για είκοσι πέντε”, είπαν οι Εντ, έτσι βλέπετε πως κάποιος είχε μετρήσει προσεχτικά την ομάδα σας πριν φτάσετε. Εσάς τους τρεις είναι φανερό πως υπολόγισαν πως θα πάτε με τους επίσημους. Αλλά δε θα είχατε περάσει καλύτερα. Κρατήσαμε απ’ όλα όσα στείλαμε, σας το υπόσχομαι. Και καλύτερα, γιατί δε στείλαμε πιοτό.
»“Τι θα γίνει για πιοτό;” είπα στους Εντ.
»“Έχει το νερό του Ίσεν, είπαν, κι αυτό είναι αρκετά καλό και για τους Εντ και για τους Ανθρώπους.” Αλλά ελπίζω οι Εντ να βρήκαν καιρ να φτιάξουν κανένα απ’ τα ποτά τους απ’ τις βουνίσιες πηγές και \ δούμε τη γενειάδα του Γκάνταλφ σγουρή όταν γυρίσει. Σαν έφυγα οι Εντ, νιώθαμε κουρασμένοι και πεινασμένοι. Αλλά δεν παραπονιόμαστε — οι κόποι μας είχαν αμειφθεί με το παραπάνω. Ήταν τότε που ψάχναμε για ανθρώπινη τροφή που ο Πίπιν ανακάλυψε το καλύτερο μέσα σ’ όλα τα χαλάσματα, εκείνα τα βαρέλια Χορνμπλόουερ.