Μα έξαφνα της μύρισε το γιαχνί και της άνοιξε η όρεξη.
— Πουλιά! Πουλιά με μαρούλια! φώναξε ξεχνώντας κακιώματα και καμώματα. Το αγαπημένο μου φαγί! Μα μπράβο του του μάγειρα που το θυμήθηκε! Φωνάξετε τον γρήγορα. Θα τον διορίσω… τι να τον διορίσω, Βασιλιά μου;
— Περιττό να γυρεύεις τίτλους, είπε απότομα ο Βασιλιάς. Ο μάγειρας δεν το έψησε, ούτε έχομε, φαίνεται, μάγειρα πια. Η Ειρηνούλα έβαλε με το νου της να τον αναπληρώσει.
Η Βασίλισσα ξεφώνισε από τη φρίκη της:
— Η κόρη μου! Η κόρη μου μαγείρισσα!
Την έπιασαν πάλι τα νεύρα της, σηκώθηκε από το τραπέζι κι έτρεξε στην κάμαρα της.
Η Ειρηνούλα κοίταξε τον αδελφό της και αντάμωσε τη λυπημένη του ματιά. Κρυφοσκούπισε ένα δάκρυ και κάθησε στο τραπέζι αναστενάζοντας.
Έξαφνα ακούστηκαν κουδουνίσματα που τους ξεκούφαναν.
— Τρεχάτε, είπε ο Βασιλιάς στις παρακόρες, η Βασίλισσα σας φωνάζει.
Σηκώθηκαν αυτές κατσουφιασμένες, ρίχνοντας λαίμαργες ματιές στο γιαχνί.
— Ειρηνούλα, είπε κολακευτικά η μελαχρινή, φύλαξε μου λίγο, να χαρείς τα λαμπρά σου ματάκια!
— Και μένα, είπε η ξανθή.
Μα βαρέθηκε να προσθέσει τίποτε άλλο. Πήγε ως την πόρτα, άφησε την άλλη να περάσει, και τεμπέλικα γύρισε και κάθησε στη θέση της.
Τρεχάτη γύρισε η πρώτη παρακόρη.
— Η Βασίλισσα ζητά γιαχνί και κάρδαμα, είπε κάνοντας το μάτι της Πικρόχολης. Να μην ξεχάσομε, λέει, και φράουλες, γιατί τις έχει λαχτάρα.
— Τα νεύρα της Βασίλισσας δε βαστούν μπροστά στο φαγί, είπε με ειρωνεία η Πικρόχολη.
— Σ’ αυτό, αποκρίθηκε η Ζήλιω, μοιάζει της αφεντιάς σου…
Πριν τελειώσει τη φράση της, το ποτήρι της Πικρόχολης πέταξε από πάνω από το τραπέζι και τη βρήκε στο μέτωπο.
— Στρίγλα! φώναξε η Ζήλιω.
Και σ’ ένα λεπτό το τραπέζι έγινε άνω-κάτω, τα πιάτα και τα ποτήρια διέσχιζαν την κάμαρα, και θα ‘σπαζαν και τα τελευταία, αν δεν πρόφθαινε το Βασιλόπουλο να σπρώξει τη Ζήλιω στην κάμαρα της και να κλειδώσει την πόρτα. Ύστερα έπιασε και τη μανιασμένη Πικρόχολη και την κλείδωσε σε άλλη κάμαρα.
Ο Βασιλιάς, με το πηρούνι του όρθιο στο χέρι, κοίταζε ατάραχος όλη τη σκηνή.
Σαν έκλεισαν οι δυο πόρτες και ησύχασε πάλι η κάμαρα, πήρε ένα δεύτερο πουλί στο πιάτο του και άρχισε να το τρώγει.
— Εσύ δεν τρως; ρώτησε το γιο του, που συλλογισμένος κοίταζε το γαϊδουρίσιο κεφάλι πάνω από την κονσόλα.
— Συλλογίζομαι, πατέρα, πως πρέπει να κατεβούμε στο σπίτι του Πανουργάκου, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, να σκαλίσομε αμέσως στο κελάρι του και να βρούμε τα πράματα που μας έκλεψε. Πρέπει ευθύς να τα πουλήσουμε, για να μπορέσομε, με τα φλουριά που θα πάρομε, να οπλίσομε το έθνος…
— Α, σε βαρέθηκα πια! Από το πρωί γυρνώ μαζί σου! διέκοψε στενοχωρεμένος ο Βασιλιάς. Άφησε με λιγάκι στην ησυχία μου, δεν ξέρω τι σ’ έχει πιάσει!
Σηκώθηκε και πήγε και ξαπλώθηκε στο σοφά.
— Πήγαινε συ όπου θέλεις, πρόσθεσε, φθάνει να μ’ αφήσεις εμένα στην ησυχία μου.
Και γυρίζοντας από τη μέσα μεριά αποκοιμήθηκε.
Από πάνω από την κονσόλα το κρεμασμένο γαϊδουρίσιο κεφάλι εξακολουθούσε να τους κοιτάζει κοροϊδευτικά.
Ωστόσο, στο μαγειριό η Ειρηνούλα και ο υπασπιστής Πολύκαρπος, κουβεντιάζοντας και γελώντας, ξέπλεναν και σκούπιζαν τα ποτήρια και τα πιάτα.
Εκεί τους βρήκε το Βασιλόπουλο.
— Ειρηνούλα, είπε, θα πάγω στη χώρα. Έρχεσαι μαζί μου;
Ευθύς παράτησε την ποδιά της και τον ακολούθησε.
— Πάμε στου Πανουργάκου, της είπε.
Και της διηγήθηκε τι έλεγε το γράμμα του Λαγόκαρδου και πόση ανάγκη ήταν να βρεθεί αμέσως ο κλεμμένος θησαυρός, για ν’ αγοράσουν όπλα.
Κατέβηκαν στη χώρα και πήγαν ίσια στο σπίτι του αρχικαγκελάριου. Η πόρτα ήταν ανοιχτή.
— Παράξενο! είπε το Βασιλόπουλο. Πώς έφυγε αυτός χθες, χωρίς να κλειδώσει;
Μπήκαν μέσα και γύρισαν όλα τα δωμάτια. Μα δε βρήκαν άλλο παρά μερικά παλιά ξύλινα έπιπλα. Άνοιξαν όλα τα συρτάρια και ντουλάπια, μα ήταν άδεια.
Κοντά στην εξώπορτα η Ειρηνούλα πάτησε κάτι σκληρό. Έσκυψε, το σήκωσε, και το έδειξε του αδελφού της.
— Ένα κυπρί, είπε.
Το Βασιλόπουλο το πήρε και το κοίταξε.
— Είναι του Τζοτζέ, αποκρίθηκε. Φαίνεται ακόμα το βασιλικό στέμμα, αν και ξεχρυσωμένο. Τίποτα παράξενο να το βρήκε και να το πήρε ο Πανουργάκος με την ελπίδα πως θα έχει και αυτό αξία. Πάμε τώρα στο κελάρι.
Κατέβηκαν μια στενή πέτρινη σκαλίτσα κι έφθασαν μπροστά σε μικρή σιδερένια πόρτα.
Το Βασιλόπουλο εξέτασε την κλειδαριά με προσοχή.
— Καλά είχε κρυμμένα αυτός τους θησαυρούς του! είπε. Θα χρειαστεί να φωνάξομε σιδερά, για ν’ ανοίξει τέτοια πόρτα…
— Περιττό, είπε η Ειρηνούλα, να και το κλειδί. Και από χάμω μάζεψε ένα κομψό κλειδάκι που χωρούσε σωστά στην κλειδαριά.