— Δε θα είχες όρεξη να ξαναχτίσεις καράβια; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
Ο πρωτομάστορης χαμογέλασε πικρά.
— Μην κάνεις τέτοια χωρατά, είπε, δεν έχουν νοστιμάδα.
— Μ’ αν βρίσκουνταν κανένας… ας πούμε πάλι ο Βασιλιάς… και σου ξαναπαράγγελνε καράβια, θα τα έκανες;
— Δε θα μου τα παραγγείλει ο Βασιλιάς, κι έννοια σου, είπε ο πρωτομάστορης με περιφρόνηση. Ο Βασιλιάς όλη του τη ζωή δε σκέφθηκε παρά την ησυχία του. Τώρα είναι αργά για να ξυπνήσει. Ούτε να φάγει πια δεν έχει, ας είναι καλά οι αρχικαγκελάριοι, αρχι— στράτηγοι, στόλαρχοι και συντροφιά.
— Τι έκανε ο αρχιστράτηγος, ξέρεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
— Για τον Μασκαρόπουλο ρωτάς; Και ποιος δεν τα ξέρει! Έκανε εκείνα που κάνουν όλοι στο παλάτι. Είχε στα χέρια του τις αποθήκες του στρατού και τις άδειασε όλες. Σαν πούλησε τα όπλα, τις σκηνές και τις φορεσιές, έκανε περιουσία κι έφυγε στα ξένα, χωρίς καν να το νιώσει ο Αφέντης. Και οι πέτρες τα ξέρουν αυτά που σου λέγω. Ο κόσμος τα έχει βούκινο. Μόνος ο Βασιλιάς βρίσκεται να μην τ’ ακούει, πρόσθεσε ο πρωτομάστορης.
— Τι φταίγει και ο Βασιλιάς, είπε το Βασιλόπουλο, γυρνώντας τάχα να κοιτάξει τι γίνουνταν στο δρόμο, μα περισσότερο για να κρύψει την κοκκινάδα του προσώπου του. Τι φταίγει ο Βασιλιάς, σα δεν έχει παρά κλέφτες και μπερμπάντηδες γύρω του;
— Ας φρόντιζε να γνωρίσει τους υπαλλήλους του, πριν τους εμπιστευθεί τα συμφέροντα του Κράτους, είπε με θυμό ο πρωτομάστορης. Και σαν έβγαιναν μπερμπάντηδες, ας τους τιμωρούσε. Μα πότε νοιάστηκε τίποτα; Έπειτα μας τρώγει εμάς η πονοψυχιά! Πώς να τιμωρήσεις κλέφτη ή προδότη, ή ό,τι άλλο ασυνείδητο; «Τον κακόμοιρο τον άνθρωπο», σου λένε, «γιατί να καταστραφεί; Τόσοι άλλοι κάνουν χειρότερα!» Και πάει λέγοντας. Και μόνο οι τίμιοι δε βρίσκουν εδώ ψωμί!
Το Βασιλόπουλο τον διέκοψε για να μην ακούσει άλλα εναντίον του πατέρα του.
— Γιατί τρέχει ο κόσμος στο δρόμο; ρώτησε δείχνοντας δυο-τρεις χωρικούς, που με τις γυναίκες τους έφευγαν βιαστικά προς το βουνό.
Οι δυο Αμοιράκοι έσκυψαν στο παράθυρο.
— Κανένας καβγάς θα είναι πάλι, είπε ήσυχα ο πρωτομάστορης. Εμείς εδώ είμαστε συνηθισμένι σ’ αυτά, δε μας κάνουν πια εντύπωση.
— Γίνονται πολλοί καβγάδες; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
— Γίνονται βέβαια, γιατί αφότου χαλάρωσε και χάθηκε η δικαιοσύνη, ο καθένας γυρεύει μόνος του να βρει το δίκαιο του και να εκδικηθεί εκείνον που τον έβλαψε ή που νομίζει πως τον έβλαψε. Κι έτσι κάθε μέρα πέφτει ξύλο στη χώρα και στα χωριά. Πολλές φορές γίνονται και φόνοι. Μα πού να το νιώσει η δικαιοσύνη! Ούτε χωροφύλακας πια δεν υπάρχει!
Το Βασιλόπουλο άκουε, και η ψυχή του θλίβουνταν όλο και περισσότερο για τις δυστυχίες του τόπου του. Ό,τι και να έλεγε, πάντα στο παράπονο γύριζε η ομιλία.
— Και το μάθημα; είπε ο δάσκαλος διακόβοντας την κουβέντα. Πώς μου έφερες τόσο ορεκτικό κουνελάκι, αν δεν είναι να μάθεις και τίποτα παρακάτω;
Το Βασιλόπουλο έβγαλε τα ξυλαράκια από την τσέπη του και το μάθημα άρχισε.
— Αν μαθαίνεις τόσο δα κάθε μέρα, είπε ευχαριστημένος ο δά— σκαλος, γρήγορα θα σου δώσω τα βιβλία που σου υποσχέθηκα και που θα διαβάζεις μονάχος σου.
Έξαφνα άνοιξε η πόρτα με ορμή και ο υπασπιστής Πολύδωρος μπήκε μέσα λαχανιασμένος και κατασκονισμένος.
— Αφέντη, είπε και η φωνή του έτρεμε, ο Βασιλιάς σε ζητά αμέσως. Έφθασαν κακές ειδήσεις. Η Αφεντιά του τα ‘χάσε, κλαίει και σε φωνάζει, και μ’ έστειλε η Βασιλοπούλα να σου πω να έλθεις ευθύς.
— Αφέντη; αναφώνησε ζαλισμένος ο δάσκαλος.
Ο πρωτομάστορης αναπήδησε.
— Αφέντη; επανέλαβε.
Το Βασιλόπουλο είχε σηκωθεί. Το πρόσωπο του ήταν κατάχλωμο.
— Ο θείος Βασιλιάς… μουρμούρισε.
— Ποιος είσαι! Ποιος είσαι! φώναξε ο πρωτομάστορης, που με τρόμο θυμήθηκε τα λόγια που είχε ξεστομίσει πρωτύτερα.
— Είμαι ο γιος του Βασιλιά, είπε το Βασιλόπουλο τείνοντας του το χέρι. Και τώρα σου το διατάζω εγώ, ν’ αφήσεις τη δουλειά σου και να χτίσεις καινούριο στόλο. Και αν δεν έχω φλουριά, και αν περάσουν χρόνια και δέ σε πληρώσω, πάλι να μη σταματήσεις, παρά να δουλέψεις ώσπου να σκεπαστεί πάλι το ποτάμι με καράβια. Ήλθε η ώρα όπου θα κάνομε θυσίες. Ξέχασε το άτομο σου και το συμφέρο σου, δούλεψε μόνο για το κοινό καλό του τόπου. Το ζητά η Πατρίδα, και θα σου δώσω το παράδειγμα.
Ο πρωτομάστορης έπεσε στα γόνατα, άρπαξε το χέρι του αγοριού και το φίλησε.
— Θα σου ξαναχτίσω στόλο, είπε με δύναμη, και θα δουλέψω ώσπου ν’ αποστάσω.