— Πατριώτη! ξεφώνισε. Ε!.. Πατριώτη!..
Ο κουλός, που ξαπλωμένος στη ράχη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι του, χαίρονταν την πρωινή λιακάδα, ανασηκώθηκε.
— Παρών! φώναξε.
— Τι θέλεις να σου δώσω για να με περάσεις αντίκρυ; ρώτησε ο Πολύδωρος. Μόνο φλουριά μη μου ζητάς γιατί δεν έχω.
— Τι πας να κάνεις αντίκρυ; ρώτησε ο κουλός.
— Μυστική υπηρεσία του Κράτους, αποκρίθηκε ο υπασπιστής.
Χωρίς βία, πήρε ο κουλός το κοντάρι του, και βουτώντας το στο νερό ως τον πάτο, έσπρωξε τις φελούκες του στην ακροποταμιά.
— Έμπα, είπε, και ο υπασπιστής πήδηξε στη βάρκα. Για πού;
— Για την πέρα όχθη. Βγάλε με όπου θες ή όπου μπορείς, φθάνει να με περάσεις γρήγορα.
Ο κουλός έλυσε το σκοινί και ξανάπιασε το κοντάρι του, το έμπηξε στον πάτο του ποταμού, και περπατώντας αργά-αργά, από την πλώρη στην πρύμη, και σπρώχνοντας το κοντάρι, απομάκρυνε τις φελούκες του από την όχθη.
— Και πας μακριά; ρώτησε.
— Ναι, πολύ μακριά!
Ο κουλός έφθασε στην άκρη της φελούκας και γύρισε πίσω στην πλώρη, σέρνοντας πίσω του το κοντάρι. Το ξανάμπηξε, και ξα— νάρχισε τον περίπατο του προς την πρύμη.
— Και πας έτσι, για το κέφι του Κράτους, με άλλα λόγια του κυρ-Αστόχαστου, να δοκιμάσεις τι λογής τσιμπούν οι λόγχες του θείου μας του Βασιλιά; Ή μήπως και δεν ξέρεις πως ξεμπαρκάρησε ο θειος μας στα χώματα μας, χωρίς καν να μας πάρει άδεια;
— Το ξέρω, αποκρίθηκε ήσυχα ο Πολύδωρος.
— Και δε γυρνάς πίσω; ρώτησε τραγουδιστά ο κουλός, εξακολουθώντας τον περίπατο του. Σε καλό σου, παλικάρι.
Λίγη ώρα δε μίλησε ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.
Ο κουλός έσυρε πάλι το κοντάρι του από το νερό και γύρισε στην πλώρη.
— Και τι σε πληρώνει η Αφεντιά του, για να πας ν’ αφήσεις εκεί κάτω τα κόκαλα σου; ρώτησε.
— Δε ζήτησα πληρωμή.
— Μπα; Από το φεγγάρι πρέπει να μας έπεσες εσύ. Και πας έτσι; Για τα μαύρα μάτια του κυρ-Αστόχαστου;
— Όχι, αλλά για τα καστανά μάτια του γιου του.
— Μπα; Μπα; είπε ο κουλός και το φαρδύ του χαμόγελο χώρισε το στόμα του από το ένα αυτί ως το άλλο.
Λίγη ώρα πάλι δε μίλησαν. Ο κουλός εξακολουθούσε να σπρώχνει τις φελούκες του.
— Και με τι σε άναψε λοιπόν ο γιόκας του; ρώτησε σε λίγο.
— Έτσι! Μ’ εκείνα που είπε. Τον άκουσα… τον είδα… αποκρίθηκε ο υπασπιστής. Και με τράνταξε, εξακολούθησε, με πήρε όλον και μ’ έκανε δικό του. Και σα μου πει: «Ρίξου στη φωτιά», θα ριχθώ στη φωτιά.
— Και τώρα σου είπε: «Ρίξου στις λόγχες», και ρίχνεσαι στις λόγχες, είπε ο κουλός με τον ίδιο ατάραχο τρόπο του.
— Ναι, αποκρίθηκε απλά ο Πολύδωρος.
Και δε μίλησαν πια ώσπου έφθασαν αντίκρυ και άραξαν οι φελούκες.
Ο υπασπιστής πήδηξε στην ξηρά.
— Τι ζητάς λοιπόν για τον κόπο σου; ρώτησε.
— Την αγάπη σου, αποκρίθηκε ο κουλός μαζεύοντας πάλι το κοντάρι του.
— Πες μου τουλάχιστον τ’ όνομα σου. Δε θέλω να σε ξεχάσω.
— Μονοχέρης.
— Ευχαριστώ.
Και ο υπασπιστής γύρισε να φύγει.
— Ε, πατριώτη, αμέ το δικό σου; φώναξε ο κουλός.
— Ποιο δικό μου;
— Τ’ όνομα σου!
— Πολύδωρος.
— Καλά… Για άκουσε ακόμα. Σα γυρίσεις… γιατί θα γυρίσεις βέβαια…
— Ναι!
— Θα με βρεις μπροστά σου, αν πας στο σωστό μέρος· ειδεμή, — και με το χέρι έκανε σχήμα μακροβουτιού —, πλουφ, στο ποτάμι.
Ο υπασπιστής, που είχε απομακρυνθεί, ξαναπλησίασε.
— Ποιο είναι το σωστό μέρος;
— Όχι εδώ, βέβαια! είπε ο κουλός. Γιατί, ως τότε, θα μας έχουν έλθει και οι μουσαφιρέοι, και θα γίνουνταν κόσκινο το κορμί σου πριν βρεις την «Τρομάρα» και την «Αντάρα». Θα με βρεις όμως, — και με το χέρι έδειξε τ’ απάνω του ποταμού —, εκεί που το Τρελόρεμα σμίγει με το ποτάμι.
— Μα είναι κακό το μέρος, πώς θα πας εκεί; Το ρεύμα είναι πολύ δυνατό, είπε ο Πολύδωρος.
— Γι’ αυτό ίσα-ίσα δε θα συλλογιστούν να έλθουν ως εκεί να μας χαιρετήσουν οι μουσαφιρέοι, αποκρίθηκε ήσυχα ο κουλός και με μια σπρωξιά απομάκρυνε τις φελούκες του. Στο καλό, πατριώτη!
— Στο καλό!
Και με αργά βήματα, σπρώχνοντας το κοντάρι του, ξαναπήρε ο κουλός τη διεύθυνση της αντικρινής όχθης, τραγουδώντας σιγανά:
Πέντε χρό-νια, πε-ερ-πα-α-τούσα, πέντε χρό-νια, πε-ερ-πα-α-τούσα στα βου-ουνά, βου-ον-ου-ου-νά, αγάπη μ’, στα-α βου-ου-νά, βουνά.
Θ’. «Στη θέση όπου μας έβαλε η μοίρα»
Στο μεταξύ το Βασιλόπουλο είχε ζητήσει το μεγάλο Κατάστιχο όπου ήταν καταγραμμένοι οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες.
Ο Βασιλιάς γύρισε στον πρωτοβεστιάριο.
— Φερ’ το, πρόσταξε.
Ο πρωτοβεστιάριος βγήκε χωρίς βία από την τραπεζαρία και πήγε στο μαγειριό, όπου ο Πολύκαρπος σκούπιζε με ζήλο μια πιατέλα για την Ειρηνούλα που τσιγάριζε το κυνήγι.