Выбрать главу

— Φερ’ το, πρόσταξε ο κυρ-Κατρακυλάκος.

— Ποιο; ρώτησε ο υπασπιστής.

— Το Κατάστιχο του Στρατού.

— Πού είναι;

— Όσα ξέρεις, τόσα ξέρω. ‘Εβρε το και φέρ’ το.

Ο υπασπιστής κοίταξε την Ειρηνούλα με μάτια σαστισμένα.

— Ποιος το θέλει; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Η Αφεντιά του ο αδελφός σου, κυρα-Βασιλοπούλα, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος.

— Αχ, Πολύκαρπε! Πρέπει να το βρεις! παρακάλεσε η Ειρηνούλα.

Δεν πρόφθασε να τελειώσει τη φράση της, και ο Πολύκαρπος είχε παρατήσει πιατέλα και σφουγγοπάνα, κι έτρεχε στο κελάρι.

Κοίταξε, σκάλισε, αναποδογύρισε ό,τι είχε και δεν είχε στο κελάρι· δε βρήκε τίποτα. Τρεχάτος και σκονισμένος ανέβηκε στο πρώτο πάτωμα, άνοιξε ό,τι ντουλάπι, συρτάρι, σεντούκι ή κοφίνι βρίσκουνταν στον πύργο, μα πάλι δε βρήκε τίποτα. Σα γάτα σκαρφάλωσε στην όρθια ξύλινη σκάλα της σοφίτας, κι εκεί, αφού σκάλισε σε όλες τις γωνιές, άνοιξε όλες τις αποθήκες, χώθηκε ως τη μέση στα παλιοσέντουκα που κουτσοστέκουνταν, σαράβαλα μουχλιασμένα και σαρακοφαγωμένα, στο τέλος έβγαλε, από κάτω από μια στοίβα παλιόχαρτα κιτρινιασμένα και ζαρωμένα, ένα κουρελιασμένο μακρύ βιβλίο, με το εξώφυλλο μισοφαγωμένο από τα ποντίκια και τόσο σκονισμένο, που τα εξωτερικά χρυσά γράμματα μόλις διαβάζουνταν πια.

Το φόρτωσε στον ώμο του και θριαμβευτικά το κατέβασε στην τραπεζαρία, όπου Βασιλιάς και Βασιλόπουλο συζητούσαν ακόμα, ενώ με τα χέρια σταυρωμένα περίμενε ο κυρ-Κατρακυλάκος να τελειώσει η συζήτηση, για να πάρει την άδεια να γυρίσει στο σπίτι του, όπου ήξερε πως τον καρτερούσε μια ορεκτικότατη σκορδαλιά.

Ο υπασπιστής ακούμπησε το βιβλίο στο τραπέζι.

— Τι είναι αυτό το κουρέλι; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Δεν ξέρω, είπε ο υπασπιστής, μα είναι το μόνο βιβλίο στο παλάτι.

Ο Βασιλιάς το άνοιξε κι έριξε μια ματιά.

— Βέβαια, αυτό είναι, είπε. Βλέπω ονόματα και τίτλους. Και άρχισε να διαβάζει εδώ κι εκεί:

— Πελεκάς, σωματάρχης, — Φοβέρας, στρατηγός — Ατρόμητος, χιλίαρχος, — Βρόντος, εκατόνταρχος.

Γύρισε στον πρωτοβεστιάριο και πρόσταξε:

— Φώναξε ευθύς το στρατηγό Φοβέρα!

Ο κυρ-Κατρακυλάκος προσπάθησε να υποκλιθεί.

— Πέθανε, Αφέντη, από δω και οκτώ χρόνια.

— Α!.. χμ!.. έκανε ο Βασιλιάς, τότε φώναξε το σωματάρχη Πελέκα.

— Πέθανε, αφέντη, από δω και δώδεκα χρόνια.

— Μα λοιπόν τούτος θα είναι γιος του. Φώναξε το γιο του, πρόσταξε νευρικά ο Βασιλιάς.

— Ο γιος του δεν ήταν στο στρατό, Αφέντη. Έφαγε τους παράδες του και μπήκε κοπέλι στου αρχιστράτηγου Μασκαρόπουλου κι έφυγε μαζί του στα ξένα.

— Μα τι λοιπόν έφερες αυτό το παμπάλαιο Κατάστιχο, όπου δεν έχει παρά πεθαμένους! ξέσπασε φουρκισμένος ο Βασιλιάς.

Γύρισε μερικά φύλλα προς το τέλος:

— Α, να και άλλες καταγραφές, είπε ευχαριστημένος, να και ονόματα στρατιωτών. — Κούκος — Κουκάκης — Κουκίδης — Κουκόπουλος — Κουκιάδης — Κουκουβάγιας… Να στρατιώτες ένα σωρό! Ποιος λέγει πως δεν έχω στρατό;

Και γυρνώντας στον υπασπιστή Πολύκαρπο:

— Διάταξε αμέσως να πάγει κάποιος να φωνάξει… να μαζέψει όλους αυτούς τους στρατιώτες, πρόσταξε.

Μα ο Πολύκαρπος έμεινε με στόμα ανοιχτό.

— Ποιος να πάγει; Και πού; ρώτησε σαστισμένος.

— Όχι, όχι! είπε το Βασιλόπουλο. Αν είναι δυνατόν να βρεθούν, θα τους βρούμε μεις. Πάμε στη χώρα, πατέρα.

— Τώρα; διαμαρτυρήθηκε ο Βασιλιάς. Μα τώρα θα φάμε! Είναι μεσημέρι!

— Θα φάμε με περισσότερη όρεξη αργότερα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

Και ο Βασιλιάς, κατσουφιασμένος και μουρμουρίζοντας, τον ακολούθησε που κατέβαινε τρεχάτος, ενώ σιωπηλά ξέκοβε ο κυρ-Κατρακυλάκος για να πάγει στη σκορδαλιά του.

Εμπρός στους στρατώνες βρήκαν τον κουτσό, που με γλύκα έτρωγε βρεχτοκούκια.

Καθώς τους είδε σηκώθηκε, και, κρατώντας αγκαλιά την ξυλοπινάκα του, χαιρέτησε στρατιωτικά.

— Πήγαινε να φωνάξεις το φρούραρχο, πρόσταξε ο Βασιλιάς.

— Άρρωστος με συνάχι στο κρεβάτι, πίνει φλαμούρι, αποκρίθηκε με τηλεγραφική συντομία ο κουτσός.

— Άκουσε δω, είπε σιγά το Βασιλόπουλο, μήπως ξέρεις πού μπορώ να βρω τους καταγραμμένους στρατιώτες;

— Δεν έχει στρατιώτες.

— Πού είναι ο Κούκος; ρώτησε πάλι το Βασιλόπουλο.

— Παραγιός του μπαλωματή, αποκρίθηκε βιαστικά ο κουτσός.

— Τι λες; είπε με θυμό ο Βασιλιάς. Με τίνος άδεια έφυγε από τους στρατώνες να γίνει παραγιός; Και ο Κουκάκης…

— Παραμάγειρας του Κουκίδη που σκότωσε τον Κουκόπουλο, για να του πάρει το πουγγί που είχε βρει στη μπαλάσκα του Κουκουβάγια που κέρδισε τρία τάληρα στην ταβέρνα, κι έφυγε στα ξένα, αποκρίθηκε ο κουτσός με μιαν αναπνοή.