Выбрать главу

— Όχι, όχι, μην κάνετε έτσι, είπε το Βασιλόπουλο σηκώνοντας τους, δε σας το είπα για να σας τρομάξω, αλλά για να ζητήσω τη βοήθεια σας. Κακομοιρίδη, άκουσες τις κακές ειδήσεις; Ο θείος μας ο Βασιλιάς πέρασε τα σύνορα και προχωρεί προς το ποτάμι.

— Παναγιά μου! φώναξε η κόρη.

Ο Κακομοιρίδης έπιασε το κεφάλι του.

— Λοιπόν, ήλθε το τέλος! μούγκρισε.

— Όχι, δεν ήλθε το τέλος! είπε με δύναμη το Βασιλόπουλο. Φθάνει να το θέλομε όλοι, και θα διώξομε τον εχθρό.

— Πώς; ρώτησε αποθαρρυμένος ο Κακομοιρίδης. Όπλα δεν έχεις, στρατιώτες δεν έχεις…

— Γι’ αυτό ήλθα σε σένα, διέκοψε το Βασιλόπουλο. Όπλα θα μου κάνεις, και στρατιώτες θα σηκώσω, φθάνει να μου πεις πού κρύβονται όλοι οι άντρες του τόπου. Γιατί ένα δεν είδα, μήτε στα χωράφια μήτε στους δρόμους!

Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε πικρά.

— Αν πήγαινες στην ταβέρνα, θα τους έβρισκες όλους, είπε.

— Θα πάγω λοιπόν στην ταβέρνα. Εσύ ωστόσο μη χάνεις στιγμή. Φτιάσε μου όπλα.

— Μα με τι, με τι! είπε απελπισμένα ο Κακομοιρίδης. Ούτε μιαν οκά σίδερο δεν έχω πια!

Το Βασιλόπουλο έριξε μια ματιά στα σιδερένια έπιπλα γύρω του.

Ο Κακομοιρίδης μπήκε στο νόημα και χαμογέλασε:

— Να χαλάσω τελειωμένη δουλειά; είπε μελαγχολικά.

— Γιατί όχι, αν είναι ανάγκη; αποκρίθηκε με φωτιά το Βασιλόπουλο.

Μα βλέποντας τη λύπη στο πρόσωπο του σιδερά, σηκώθηκε βιαστικά:

— Θα ήταν καθήκον σου και θα το έκανες όσο και αν σου κόστιζε, είπε. Αλλά δεν είναι ανάγκη να χαλάσεις τελειωμένη δουλειά. Δείξε μου που είναι το μεταλλείο, πες μου πως να βγάλω το σίδερο, και σου φέρνω αμέσως όσο θες!

Ο Κακομοιρίδης ηλεκτρίστηκε.

— Θα ξυπνούσες πεθαμένο, εσύ, με την ψυχή σου! είπε μ’ ενθουσιασμό. Δικά σου είναι τα έπιπλα μου, δική σου και η ζωή μου!

Και αρπάζοντας δυο αξίνες βγήκε έξω.

— Πάρε τη χειράμαξα, ένα σκοινί και το φανάρι, και ακολούθα μας! φώναξε της κόρης του.

Και με μεγάλα βήματα πήρε με το Βασιλόπουλο το δρόμο του μεταλλείου, ενώ πίσω ακολουθούσε η κόρη με τη χειράμαξα.

Πηγαίνοντας αντάμωσαν ένα παιδί αδύνατο και χλωμό, που σαν τους είδε άπλωσε το χέρι.

— Γιατί ζητιανεύεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Δεν έχω ψωμί, αποκρίθηκε το παιδί.

— Έλα μαζί μας. Φλουριά δεν έχω να σου δώσω, μα αν δουλέψεις καλά, θα σου δώσω φαγί να χορτάσεις.

Και το παιδί τους ακολούθησε.

Έφθασαν στα πηγάδια.

Η κρεμαστή σκάλα ήταν σπασμένη και ο Κακομοίρης δεν μπόρεσε να κατέβει.

— Δέσε το σκοινί γύρω μου, είπε το Βασιλόπουλο, θα κατέβω εγώ.

Πήρε την αξίνα, σκάλωσε το φανάρι στη ζώνη του και τον κατέβασε ο Κακομοιρίδης στο πηγάδι.

Σαν έφθασε κάτω στο μεταλλείο, είδε πως δεν ήταν καν ανάγκη να σκάψει για να βγάλει σίδερο. Πλήθος σιδερόπετρες ήταν κομμένες και μαζεμένες σωροί, και δυο-τρία πανέρια ήταν γεμάτα, παρατημένα εκεί.

Το Βασιλόπουλο φώναξε του Κακομοιρίδη να κατεβάσει το μικρό διακονιάρη, και μαζί έσυραν ένα από τα πανέρια ως το πηγάδι, το έδεσαν με το σκοινί και είπαν του Κακομοιρίδη να το τραβήξει απάνω, και αφού το αδειάσει, να τους το ξανακατεβάσει πάλι.

— Τώρα, μικρέ, κάνε κι εσύ το ίδιο, είπε το Βασιλόπουλο αφού γέμισαν μερικά πανέρια. Και σαν τελειώσεις τη δουλειά, έλα να σου δωσω φαγί.

Και δέθηκε πάλι το Βασιλόπουλο με το σκοινί, και ανέβηκε.

Βρήκε τον Κακομοιρίδη, που με την αξίνα του κομμάτιαζε τις σιδερόπετρες, χώριζε το μέταλλο από το χώμα και το έριχνε μέσα στη χειράμαξα.

— Πήγαινε τώρα στο σπίτι, είπε της κόρης του, άδειασε κει το σίδερο και φέρε μου πίσω τη χειράμαξα.

Και ρώτησε το Βασιλόπουλο:

— Φεύγεις, Αφέντη;

— Ναι! πηγαίνω στην ταβέρνα. Η ώρα περνά και πρέπει να μαζέψω στρατιώτες, για να πολεμήσουν με τα σπαθιά και τις λόγχες που θα φτιάσεις εσύ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

Και ξεκίνησε με την κόρη του Κακομοιρίδη.

Στο δρόμο κουβέντιαζαν.

— Του κάκου ελπίζεις πως θα μπορέσεις να πολεμήσεις τους εχθρούς, Αφέντη, είπε περίλυπη η κόρη. Δεν έχεις στρατιώτες.

— Θα βρω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Γι’ αυτό πάγω στην ταβέρνα.

— Δε θα σε ακολουθήσουν, δεν τους μέλει πια για τον τόπο και αν χαθεί, δεν έχουν στο κεφάλι άλλο παρά παιχνίδι και κρασί. Μα και αν σε ακολουθούσαν, πώς θα προφθάσει μόνος ο πατέρας μου, να φτιάσει τόσα όπλα; Ύστερα ο πατέρας μου είναι σιδεράς, ξέρει βέλη να κάνει και λόγχες, όχι όμως τόξα και κοντάρια. Δε δουλεύει το ξύλο.

— Σωστό αυτό που λες, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Μα τι γίνηκαν όλοι οι τεχνίτες που δούλευαν πρωτύτερα με τον πατέρα σου;

— Άλλος έφυγε, άλλος έπιασε άλλη δουλειά. Ο καλύτερος, που ήταν ο αδελφός του, άνοιξε δικό του συνεργείο. Μα πήγαν στραβά οι δουλειές του και τώρα δεν κάνει πια τίποτα.