Выбрать главу

— Πού είναι; ρώτησε το Βασιλόπουλο. Θα πάγω να τον βρω και θα τον φέρω…

Η κόρη αργοκούνησε το κεφάλι.

— Του κάκου θα χάσεις τα λόγια σου, δε θα έλθει κανείς χωρίς φλουριά!

— Θα δοκιμάσω. Ο θείος σου δουλεύει το ξύλο;

— Βέβαια, είναι από τους πιο επιτήδειους τεχνίτες για όπλα.

— Και πού μπορώ να τον βρω;

— Στην ταβέρνα, σαν όλους τους άλλους.

— Πάγω να τον πάρω. Ψήσε φαγί για περισσότερους, είπε ζωηρά το Βασιλόπουλο, θα σου τον φέρω στο δείπνο.

Κι έφυγε τρεχάτος κατά τη χώρα.

Ίσα στην ταβέρνα πήγε.

Η πόρτα ήταν ανοιχτή.

Μερικοί νέοι, χλωμοί και κακορίζικοι, έπιναν γύρω σ’ ένα βρώμικο σανιδένιο τραπέζι. Άλλοι, πεσμένοι χάμω, κοιμούνταν βαριά, και άλλοι πάλι, μισοξαπλωμένοι στο τραπέζι, έπαιζαν ζάρια ή ρουχάλιζαν με το κεφάλι ακουμπισμένο στα διπλωμένα τους χέρια.

Ένας άνθρωπος, με το ποτήρι στο χέρι, διηγούνταν τα νιάτα του με βραχνή φωνή.

Το Βασιλόπουλο κάθησε αντίκρυ του. Από την ομοιότητα, κατάλαβε πως αυτός ήταν ο αδελφός του Κακομοιρίδη.

— Ήταν τα καλά χρόνια εκείνα, σα ζούσε και βασίλευε ο Συνετός Α’, Θεός σχωρέσ’ τον, έλεγε αναστενάζοντας ο άνθρωπος. Τότε ποιος κάθουνταν σε ταβέρνες να πίνει; Ούτε πατούσαμε το πόδι μας.

— Και ποιος σε αναγκάζει να έρχεσαι τώρα, γέρο; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Ποιος; Η κακοριζικιά του τόπου. Πώς να σκοτώσει κανείς την ώρα του, αν δεν έλθει και στην ταβέρνα; Τότε ήταν αλλιώτικα. Τότε δουλεύαμε. Όχι σαν τούτα δω τα παιδιά!..

— Γιατί δε δουλεύεις και τώρα;

Ο άνθρωπος στέναξε.

— Βαρέθηκα να δουλεύω άσκοπα, είπε με κούραση.

Τα μάτια του Βασιλόπουλου άναψαν.

— Δούλεψε λοιπόν για ένα σκοπό, είπε και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά στα στήθια του.

— Αμ’ αν ήταν να έβρισκα σκοπό, δε θα κάθουμουν εδώ! αποκρίθηκε ο άνθρωπος.

— Ούτ’ εμείς, γερο-Κακομοίρη! είπε ένας νέος με μάτια που σπιθοβολούσαν από το κρασί. Δωσ’ μας λίγο κέρδος, και να δεις με τι καρδιά δουλεύομε!

— Για το σκοπό ή για το κέρδος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Το ίδιο κάνει.

— Όχι, δεν κάνει το ίδιο, είπε με φωτιά το Βασιλόπουλο, γιατί όποιος από σας εδώ θέλει να δουλέψει, εγώ να του δώσω δουλειά. Μα θα είναι για ένα σκοπό μεγάλο και ιερό που δεν αφήνει κέρδος.

— Κοροϊδεύεις, πατριώτη! είπε γελώντας ο νέος.

— Δεν κοροϊδεύω. Ο εχθρός είναι μέσα στον τόπο!

Ο νέος σηκώθηκε, έσκυψε από πάνω από το τραπέζι και κοίταξε το Βασιλόπουλο.

— Τι δουλειά μας προτείνεις; ρώτησε σοβαρά.

— Τη δουλειά που έχει χρέος να κάνει κάθε πατριώτης την ώρα του κινδύνου.

— Μας προτείνεις δηλαδή να γίνομε στρατιώτες και να πάμε να σκοτωθούμε για του δεσπότη τα ποδήματα;

— Όχι, αλλά για την Πατρίδα και για το Βασιλιά!

— Μα δε μ’ αφήνεις ήσυχο! είπε ο νέος με αναμμένα μάτια. Η Πατρίδα είναι λέξη, και ο Βασιλιάς είναι κούτσουρο!

Η προσβολή έτσουξε το Βασιλόπουλο σαν καμτσικιά.

Σηκώθηκε από την καρέγλα του, και τρέμοντας από αγανάκτηση αποκρίθηκε:

— Πατρίδα είναι ο τόπος σας και ο Βασιλιάς είναι αρχηγός σας!

Γενικό γέλιο του αποκρίθηκε.

— Ο τόπος μας εδώ πέρα είναι σίγουρος, ο εχθρός δεν περνά το ποτάμι! είπε ένας με φωνή βραχνή από το μεθύσι. Όσοι κάθονται από την άλλη μεριά, ας φροντίσουν για τον εαυτό τους.

— Για δες αρχηγό που τον έχομε! φώναξε άλλος. Κρυμμένος πίσω από τα παράθυρα του θα μας πάγει στον πόλεμο!

— Και χωρίς όπλα! πρόσθεσε τρίτος χαχανίζοντας.

— Ας βγει ο Βασιλιάς πρώτος, να μας δείξει πώς πολεμάνε! φώναξε κάποιος.

— Ας βγει ο Βασιλιάς κι εγώ να του φτιάσω όπλα! είπε ο γερο-Κακομοίρης.

Χλωμός σαν το κερί, και με σταυρωμένα χέρια, στέκουνταν ανάμεσα τους ο γιος του Βασιλιά.

— Γερο-Κακομοίρη, είπε με τρανταχτερή φωνή, έχω το λόγο σου! Ο Βασιλιάς εγέρασε και δε βαστά στον κόπο. Μα ο γιος του θα βγει και θα του φτιάσεις όπλα!

— Μπράβο, είπε ο γέρος. Φθάνει όμως να βγει το Βασιλόπουλο.

— Ας βγει το Βασιλόπουλο, είπε ο νέος με τ’ αναμμένα μάτια, και όλοι μας να τον ακολουθήσομε.

Το Βασιλόπουλο γύρισε και τον κοίταξε στο πρόσωπο.

— Θυμήσου τα λόγια που είπες, σαν έλθει η ώρα, είπε βαθιά ταραγμένος, και γυρνώντας στον άλλο: Γερο-Κακομοίρη, είπε, ο αδελφός σου άρχισε να φτιάνει τα όπλα που χρειάζεται το Βασιλόπουλο για να βγει με στρατό. Δε θα τον βοηθήσεις;

Ο γέρος ξαφνίστηκε.

— Μιλάς σοβαρά; ρώτησε.

— Σοβαρότατα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Οπόταν θελήσεις, έλα στο σπίτι σου να βεβαιωθείς.

Και βγήκε χωρίς να κοιτάξει πίσω του.

Ο γέρος τον κυνήγησε και τον πρόφθασε λίγα βήματα παρακάτω.

— Δε μου εξηγείς τα λόγια σου; ρώτησε.