Το Βασιλόπουλο άφησε απ’ έξω το κλεφτόπαιδο, με το γερο-Κακομοιρίδη να το φυλάγει.
— Είναι αμαρτία αυτό που κάνετε! φώναξε ο κλέφτης. Τι μας δέσατε τα χέρια σαν κακούργους, αντί να δείρετε αυτό το παλιόπαιδο που γύρευε να ζημιώσει καλούς και ήσυχους νοικοκυρέους;
— Αυτό θα το δούμε αργότερα, είπε το Βασιλόπουλο. Τώρα πες μου πώς σε λένε.
Έξαφνα ο κλέφτης θυμήθηκε το πρόσωπο του Βασιλόπουλου και αναστέναξε με ανακούφιση. Από ένα τέτοιο παιδί τι είχε να φοβηθεί;
— Μπα! είπε χαρούμενος. Εσύ είσαι, παλικάρι, που ήλθες προχθές και χτύπησες την πόρτα μου; Και τι γίνεται η κοπελίτσα που ήταν μαζί σου; Αδελφή σου δεν είναι;
— Και αυτό θα μείνει για αργότερα. Τώρα πες μου τ’ όνομα σου.
— Με λένε Κατεργαρίσκο. Μα δε βλέπω γιατί με ρωτάς εμένα εκείνα που θα έπρεπε να ζητήσεις αυτουνού που γύρευε να μας ζημιώσει…
— Θα τον ρωτήσω και αυτόν ύστερα. Τώρα πες μου εσύ, γιατί προσπάθησες να πάρεις τη φορτωμένη χειράμαξα;
— Μα δεν είναι έτσι τα πράματα, παλικάρι μου, είπε ο άνθρωπος, με αλεπουδίσιο χαμόγελο. Άφησε με να σου πω τι έγινε. Εγώ δούλευα στο δάσος, έσκαβα κι έβγαζα… αυτά, πώς τα λένε… πέτρες. Και το παιδί μου ήταν εκεί και με βοηθούσε. Σα γέμισα λοιπόν το αμαξάκι, είπα στο παιδί μου να το πάγει στο σπίτι…
— Τι τις ήθελες τις πέτρες; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
— Να χτίσω ένα κοταριό, να σε χαρώ, γιατί το δικό μου γκρέμισε. Λοιπόν άκουσα φωνές, βγήκα έξω και είδα το παιδί αυτό που γύρευε να κλέψει τις πέτρες από το γιο μου, και το έριξα κάτω για να γλιτώσω το πράμα μου. Να, παλικάρι μου, η ιστορία πώς είναι, να σε χαρώ! Λύσε μου τα χέρια μου, γιατί μούδιασαν έτσι δεμένα.
— Στάσου εκεί τώρα, έχομε και άλλον ν’ ακούσομε πριν σε λύσομε, είπε το Βασιλόπουλο.
Και φώναξε το γερο-Κακομοιρίδη, που για να μη χάνει καιρό γυάλιζε ένα σπαθί φυλάγοντας το κλεφτόπαιδο.
— Φερ’ τον μέσα, γέρο, είπε.
Και ρώτησε το αγόρι:
— Πώς σε λένε και τι συνέβηκε;
— Με λένε Μήτσο, αποκρίθηκε τρέμοντας το παιδί, και μυστικά έκανε νόημα του πατέρα του πως δεν ήξερε τι να πει.
Το Βασιλόπουλο το αντιλήφθηκε, και ανάγκασε τον Κατεργαρίσκο να γυρίσει την πλάτη.
— Πες, παιδί μου, δεν πήγαινες… άρχισε ο κλέφτης.
— Εσύ να σωπάσεις ή σου στουμπώνω το στόμα! φώναξε το Βασιλόπουλο.
— Μα, παλικάρι μου, θέλω μόνο την αλήθεια να πει το παιδί μου, να πιστέψετε πως πήγαινε…
Μα πριν προφθάσει να πει περισσότερα, ο Κακομοιρίδης του είχε δέσει το στόμα μ’ ένα πεσκίρι.
— Ναι, είπε ο Μήτσος νομίζοντας πως κατάλαβε την έννοια του πατέρα του, πήγαινα να βοηθήσω το παιδί που έσερνε το φορτωμένο αμαξάκι…
Με μια κλωτσιά στο πάτωμα ο πατέρας του τον σταμάτησε.
— Θέλω να πω, πως πήγαινα τις πέτρες στη χώρα για να τις πουλήσω του πρωτομάστ…
Άλλη μια κλωτσιά στο πάτωμα, και το παιδί τα έχασε ολότελα και άρχισε τα κλάματα.
— Φθάνει, είπε το Βασιλόπουλο.
Και φώναξε το παιδί του μεταλλείου:
— Λέγε, Θάνο, τι έτρεξε;
— Γύριζα από τα πηγάδια με το σίδερο, είπε ο Θάνος, και βγήκε αυτός από το δάσος και μου άρπαξε τη χειράμαξα. Φώναξα πως ήταν ξένο πράμα, μα την ίδια ώρα έφθασε ο άλλος, μ’ έριξε χάμω και θα έπαιρνε το αμαξάκι αν δεν έφθανες εσύ.
— Τ’ άκουσες, κυρ-Κατεργαρίσκο; είπε το Βασιλόπουλο. Δεν ήξερες βέβαια πως η χειράμαξα είναι δική μας, και πως το παιδί αυτό δουλεύει στο συνεργείο μας, ειδεμή θα έβρισκες άλλην εξήγηση να μας δώσεις. Και συ, Μήτσο, εξακολούθησε γυρνώντας στο κλεφτόπαιδο, τώρα που έχεις την καλή τύχη να ξανανταμώσεις τον κυρ-Κακομοιρίδη, δεν του δίνεις πίσω τ’ ωρολόγι του, που το φυλάγεις τώρα τόσες μέρες στον κόρφο σου;
Όλοι παραξενεύθηκαν με τα λόγια του Βασιλόπουλου. Μόνος ο Κατεργαρίσκος κατάλαβε, του λύθηκαν τα γόνατα κι έπεσε σε μια καρέγλα.
Το Βασιλόπουλο πήρε από την τσέπη του κλέφτη το ασημένιο ωρολόγι με την αλυσίδα του και τα έδωσε του Κακομοιρίδη.
— Τ’ ωρολόγι μου! αναφώνησε χαρούμενος ο σιδεράς. Πώς βρέθηκε σ’ αυτουνού την τσέπη;
Με δυο λόγια το Βασιλόπουλο του διηγήθηκε τι είχε ακούσει και δει από μέσα από τα ερείπια, πίσω από το σπίτι του κλέφτη.
— Και τώρα, είπε, εμπρός! Περπατάτε!
Τους πήγε πισθάγκωνα δεμένους στη φυλακή, και βρήκε το δεσμοφύλακα που κουβέντιαζε στην πόρτα ενός καφενείου μ’ ένα παλικάρι.
Με δυσαρέσκεια αναγνώρισε το Βασιλόπουλο τον πιωμένο νέο με τα γυαλιστερά μάτια, που στην ταβέρνα είχε πει τόσο υβριστικά λόγια εναντίον του Βασιλιά.
Και αυτός τον αναγνώρισε, και ρώτησε ειρωνικά:
— Ε, πατριώτη, βγήκε ο γιος του Βασιλιά;
Το Βασιλόπουλο δεν αποκρίθηκε. Ζήτησε τα κλειδιά, και ο δεσμοφύλακας του τα έδωσε και τον χαιρέτησε ως κάτω.