Ύστερα πήγε στο αντικρινό μέρος της πλατείας όπου ήταν οι φυλακές, άνοιξε την πόρτα κι έβαλε μέσα τους κλέφτες.
Ο νέος και ο δεσμοφύλακας το κοίταζαν που πήγαινε.
— Δε μου λες, γιατί υποκλίθηκες τόσο βαθιά, σαν του έδωσες τα κλειδιά; ρώτησε ο νέος. Ποιος είναι;
— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο δεσμοφύλακας. Μα αυτός υποχρέωσε τον κυρ-Λαγόκαρδο να βγάλει τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, ενώ ο ίδιος ο Λαγόκαρδος τον είχε καταδικάσει.
— Τι λες, καλέ! είπε ο νέος.
Κι εξακολούθησε περιφρονητικά:
— Κανένας παλατιανός και αυτός… σαν όλους…
— Όχι, βέβαια! είπε ο δεσμοφύλακας. Παλατιανός ήταν εκείνος που ζήτησε την καταδίκη του Κακομοιρίδη. Πουλημένος στους παλατιανούς ήταν ο κυρ-Λαγόκαρδος που καταδίκασε τον αθώο άνθρωπο. Μα τούτος!.. Να τον έβλεπες! Με το καμτσίκι οδηγούσε τον κυρ-Λαγόκαρδο, και τον υποχρέωσε να βγάλει τον καταδικασμένο από τη φυλακή.
— Με τι, είπες;
— Με το καμτσίκι! επανέλαβε ο δεσμοφύλακας.
Το Βασιλόπουλο κλείδωσε την πόρτα της φυλακής, έφερε πίσω τα κλειδιά και γύρισε να φύγει.
— Μα ποιος λοιπόν είναι αυτός; μουρμούρισε ο νέος.
Και από μακριά τον ακολούθησε.
Περνώντας από του Αμοιράκου του πρωτομάστορη, θέλησε το Βασιλόπουλο ν’ ανέβει να τον ρωτήσει αν είχε πιάσει δουλειά.
— Δεν είναι απάνω ο πρωτομάστορης, του φώναξε ο κουντουράς της γωνιάς. Βρίσκεται στο ποτάμι.
«Καλά!», σκέφθηκε χαρούμενο το Βασιλόπουλο. «Λοιπόν άρχι— σε δουλειά!»
Γύρισε κατά το ποτάμι, μα περνώντας από το δάσος άκουσε ομιλίες.
Μπήκε μέσα, και, ανάμεσα στα δέντρα, είδε δύο νέους που γύρευαν να σύρουν ένα μεγάλον κορμό, δεμένο με σκοινιά. Μα ήταν πολύ βαρύς και δεν μπορούσαν να τον κουνήσουν.
— Πού θέλετε να το πάτε αυτό; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
— Στό ποτάμι, όπου το θέλει ο παραφέντης, αποκρίθηκαν.
— Είναι αδύνατο να το σύρετε έτσι. Είναι πολύ μεγάλο.
— Τι να κάνομε; Το θέλει ο παραφέντης. Θα φτύσομε αίμα μα θα το σύρομε.
— Θα σπάσετε τα σκοινιά σας και δε θα κάνετε τίποτα. Άλλο τρόπο να βρούμε. Χρειάζονται ρόδες…
Οι ξυλοκόποι γέλασαν.
— Μα έλα δα που δεν έχομε! είπαν.
Το Βασιλόπουλο σκέφθηκε λίγο.
— Δώσ’ μου το τσεκούρι σου, είπε.
Και βγάζοντας το ρούχο του, το Βασιλόπουλο έφτιασε τρία κατρακύλια. Ύστερα τα τοποθέτησαν κάτω από τον κορμό, ζεύθηκαν και οι τρεις στα σκοινιά, και μαζί τον έσυραν. Ο κορμός κατρακύλησε σαν να ήταν σε τροχούς.
— Και όταν κυλήσει ο κορμός και βγει από το τελευταίο κατρακύλι, πάρτε το αυτό και βάλτε το πάλι μπροστά, τους είπε το Βασιλόπουλο. Έτσι θα τον πάτε ως το ποτάμι.
Οι δύο νέοι τον ευχαρίστησαν καταχαρούμενοι.
— Δε φαντάζεσαι πόσο μας ευκόλυνες τη δουλειά μας, είπαν ξελαφρωμένοι, και πόσο θα ευχαριστηθεί ο παραφέντης, που θα προχωρήσει γρηγορώτερα η μεταφορά.
— Ποιος είναι ο παραφέντης σας; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
— Ο Αμοιράκος ο πρωτομάστορης.
— Και πώς έτυχε να δουλεύετε μαζί του; Ενόμιζα πως δεν έχει πια παραγιούς.
— Και δεν είχε. Μονάχος δούλευε από τον καιρό που πήγαν στραβά οι δουλειές του, αποκρίθηκε ο ένας νέος. Είχε κλείσει μάλιστα το εργαστήρι του. Μα πρέπει να πέτυχε καμιά καλή παραγγελία, γιατί πούλησε το σπίτι του και ό,τι είχε, και μας πήρε όλους, όσοι τεχνίτες μαραγκοί είμαστε στη χώρα, με καλή πληρωμή, για να δουλέψομε μέρα-νύχτα.
— Χαρά στον πατριώτη! φώναξε ενθουσιασμένο το Βασιλόπουλο.
Κι έτρεξε κατά το ποτάμι.
Περνώντας βιαστικά, σκουντούφλησε έναν άνθρωπο που στέκουνταν εκεί απαρατήρητος.
— Χωροφύλακας ή ξυλοκόπος; ρώτησε αυτός.
Το Βασιλόπουλο γύρισε και αναγνώρισε το νέο της ταβέρνας.
— Και τα δυο, αποκρίθηκε.
— Και τίποτε άλλο; ρώτησε ο νέος.
Το Βασιλόπουλο τον κοίταξε κατάματα.
— Ναι, είπε, και κάτι άλλο.
Κι έφυγε τρεχάτος.
Σ’ ένα γύρισμα του δρόμου, απάντησε χωρικούς που έφευγαν τρομαγμένοι κατά τη χώρα.
— Πού τρέχετε; τους φώναξε.
Αλλά δεν αποκρίθηκαν. Εξακολουθούσαν να φεύγουν. Λίγα βήματα μακρύτερα, είδε άλλους πέντε-έξι άντρες που έτρεχαν και αυτοί.
Το Βασιλόπουλο τους σίμωσε.
— Για πού, πατριώτες; ρώτησε.
— Για τη χώρα, του αποκρίθηκαν. Μην πηγαίνεις από κει, οι εχθροί καταφθάνουν!
— Πού φθάνουν;
Μα δεν αποκρίθηκαν. Τρομαγμένοι και σαστισμένοι έφευγαν.
Το Βασιλόπουλο τους κυνήγησε και τους πρόφθασε.
— Πού φεύγετε! ρώτησε θυμωμένος. Τι φοβάστε και τρέχετε σα λαγοί;
— Οι εχθροί κατεβαίνουν στο ποτάμι από την πέρα μεριά, αποκρίθηκε ένας.
— Ε, καλά! Μένει το ποτάμι. Πώς θα το περάσουν; Ελάτε στα συγκαλά σας, πατριώτες, μη χάνετε έτσι το λογικό σας, για το Θεό! Γυναίκες είστε να φοβάστε; φώναξε το Βασιλόπουλο αναμμένο. Στα όπλα, παιδιά! Θα τους σταματήσομε!