Οι χωρικοί κοντοστάθηκαν.
— Μα δεν έχομε όπλα! είπαν.
— Πιάστε ό,τι κοφτερό έχετε: μαχαίρι, δρεπάνι, τσεκούρι ή σκερπάνι, και ακολουθήστε με!
— Ποιος θα μας οδηγήσει; ρώτησε φοβισμένος ένας.
— Εγώ! είπε με δύναμη το Βασιλόπουλο. Γυρνάτε πίσω. Για το Θεό, μη φεύγετε!
— Μπα! είπε άλλος. Γιατί να πολεμήσομε; Αν το ποτάμι σταματήσει τους εχθρούς, εμείς από δω είμαστε ήσυχοι. Αν πάλι το ποτάμι δε σταματήσει τους εχθρούς, ουτ’ εμείς δε θα τους σταματήσομε. Γιατί να σκοτωθούμε άδικα; Θα κάνομε και μεις εκείνο που κάνει ο Βασιλιάς και το Βασιλόπουλο.
— Ο Βασιλιάς θα μείνει! Το Βασιλόπουλο θα σας οδηγήσει! Κανένας δε θα φύγει, μείνετε και σεις.
Ένας από τους χωρικούς γέλασε κοροϊδευτικά.
— Δεν πας ν’ ακούσεις τι γίνεται στο παλάτι; είπε. Ο Βασιλιάς ετοιμάζεται να το στρίψει και το Βασιλόπουλο το ‘στριψε κιόλα!
— Το Βασιλόπουλο δεν το ‘στριψε! Είναι ανάμεσα σας! φώναξε το Βασιλόπουλο. Κοιτάξετε με, πατριώτες! Εγώ είμαι ο γιος του Βασιλιά, και θα σας οδηγήσω!
— Αλλού να τα πουλάς αυτά! αποκρίθηκαν οι χωρικοί. Το είδαν το Βασιλόπουλο που πέρασε το ποτάμι χθες σαν ένιωσε τα σκούρα, κι έφυγε στα ξένα! Άλλο τόσο θα κάνομε κι εμείς.
Το Βασιλόπουλο έσφιξε το μέτωπο του στα χέρια του.
Τι να κάνει; Πώς να τους βαστάξει;
Συλλογίστηκε το Βασιλιά, που πρέπει να τα έχασε μονάχος στο παλάτι. Θυμήθηκε τα λόγια του χωρικού: «Ο Βασιλιάς ετοιμάζεται να το στρίψει…»
Τον έπιασε τρόμος, γύρισε πίσω και, τρεχάτος, ανέβηκε στο βουνό.
ΙΒ’. Πανικός
Κοπάδια κατέβαιναν από τα χωριά οι άνθρωποι κι έτρεχαν στη χώρα χωρίς σκοπό, ξετρελαμένοι από φόβο. Το Βασιλόπουλο γύρευε να τους σταματήσει, μα ο πανικός τους έκανε κουφούς και τυφλούς.
— Δεν έχομε Βασιλιά! Δεν έχομε Πατρίδα! έλεγαν.
Και τίποτα δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει.
Έφθασε το Βασιλόπουλο στο παλάτι.
Οι πόρτες ήταν όλες ανοιχτές. Η οικογένεια του Βασιλιά, μαζεμένη στην τραπεζαρία, έμοιαζε σαν κοπάδι τρομαγμένες χήνες. Όλες οι γυναίκες φώναζαν μαζί, ο Βασιλιάς, με το μανδύα του τυλιγμένο στο μπράτσο, έδινε οδηγίες σε φανταστικούς υπηρέτες, να κλείσουν τα παράθυρα, να συμμαζέψουν τα πράγματα, και άλλα παρόμοια. Καθισμένη σε μια γωνιά η Ειρηνούλα έκλαιγε με αναφιλητά. Και, σέρνοντας ένα σεντούκι, ο Πολύκαρπος γύριζε κάθε λίγο και την κοίταζε, και απελπίζουνταν που δεν μπορούσε να την παρηγορήσει.
— Τι είναι αυτά; Τι κακό γίνεται δω; βροντοφώνησε το Βασιλόπουλο.
Όλοι γύρισαν. Οι γυναίκες έπαυσαν τα ξεφωνητά, η Ειρηνούλα έτρεξε και κρεμάστηκε στο λαιμό του, ο Βασιλιάς αναστέναξε με ανακούφιση, και ο Πολύκαρπος παράτησε το σεντούκι.
— Τι τρέχει; Γιατί αυτή η σύγχιση; ρώτησε πάλι το Βασιλόπουλο.
Και η ζεστή φωνή του δέσποζε μέσα στην αναμπαμπούλα, και καθησύχαζε κάθε τρομαγμένη καρδιά.
— Αχ, γιε μου! Πού έφυγες! είπε με παράπονο ο Βασιλιάς. Τέ— τοιες ώρες βρίσκεις να ξεπορτίζεις;
— Και να μας αφήνεις ολομόναχους να φύγομε στα ξένα! πρόσθεσε η Βασίλισσα.
— Τι; φώναξε το Βασιλόπουλο. Ποιος μιλά για φευγιό;
— Μας είχες αφήσει, γιε μου, δικαιολογήθηκε ο Βασιλιάς, και δεν ξέραμε τι να κάνομε και πού να πάμε…
— Όλος ο κόσμος φεύγει, θα φύγομε κι εμείς, πρόσθεσε πάλι η Βασίλισσα.
— Δε θα φύγει κανένας! είπε με απόφαση το Βασιλόπουλο.
— Δε θα μας εμποδίσεις εσύ βέβαια! ξεφώνισε η Πικρόχολη.
— Δε θα φύγει κανένας! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο. Εσείς οι γυναίκες, να πάτε στα δωμάτια σας. Και συ, πατέρα μου, έλα κάτω μαζί μου. Είναι ανάγκη να παρουσιαστείς αυτή τη στιγμή.
— Πού θέλεις να πάμε; ρώτησε φοβισμένα ο Βασιλιάς.
— Στη χώρα, για να μας δει όλος ο τρομαγμένος πληθυσμός και να μας ακολουθήσει.
— Πού να μας ακολουθήσει;
Μα πριν προφθάσει το Βασιλόπουλο ν’ αποκριθεί, κατρακύλησε μέσα ο πρωτοβεστιάριος.
Τα κρεμαστά του μάγουλα ήταν κατακόκκινα και πυρωμένα, και τα μάτια του πεταμένα έξω από το κεφάλι του.
— Αφέντη! Αφέντη! Ο εχθρός καίει τη χώρα στο αντικρινό μέρος του ποταμού, έβαλε φωτιά στα δάση, όλη εκείνη η πεδιάδα καταστρέφεται! Ο κόσμος, μαζεμένος στον ποταμό και στην πλατεία, φωνάζει και βρίζει που δε βγαίνεις να τους οδηγήσεις, να βοηθήσεις τους αδελφούς τους, που κινδυνεύουν στην πέρα όχθη! Αφέντη, ο εχθρός προχωρεί! Θα φθάσει στο ποτάμι…
Ο Βασιλιάς γύρισε στο γιο του απελπισμένος.
— Τόσο το καλύτερο! είπε το Βασιλόπουλο με σφιγμένα δόντια.
— Παιδί μου! Τι λες! Χάνομε το μισό μας βασίλειο! αναφώνησε ο Βασιλιάς.