Выбрать главу

— Τόσο το καλύτερο! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο. Τώρα φθάνει το χτένι στον κόμπο! Τώρα νιώθομε πού μας τσούζει.

— Μα βρίζουν το θρόνο! Το Κράτος χάνεται! Σηκώθηκε επανάσταση στη χώρα… μούγκρισε ο πρωτοβεστιάριος. Δε θέλουν πια τη βασιλεία…

— Ποιος σκέπτεται θρόνο και βασιλεία! φώναξε το Βασιλόπουλο. Το έθνος ζει, το έθνος ξυπνά επιτέλους, και σύσσωμο θα σηκωθεί, να πλακώσει τους εχθρούς που ποδοπατούν τη χώρα του! Πατέρα, έλα τώρα!

Και σέρνοντας το Βασιλιά από το μπράτσο, τρεχάτος κατέβηκε το βουνό.

— Εσύ, πήγαινε μπροστά! φώναξε του Πολύκαρπου που τον ακολουθούσε. Πήγαινε στου Κακομοιρίδη, πάρε όσα όπλα είναι έτοιμα και φερ’ τα αμέσως στο ποτάμι. Εκεί θα τους μαζέψω όλους.

Ο τόπος ήταν ανάστατος. Οι κάτοικοι της χώρας πετούσαν τα πράματα τους από το παράθυρο και τα φόρτωναν σε αμάξια ή σε μουλάρια, για να φύγουν στα βουνά, ενώ οι χωρικοί, πάλι, έτρεχαν να προφυλαχθούν στη χώρα.

Όλοι είχαν χάσει τα μυαλά τους, κανένας δεν ήξερε τι έκανε.

— Ησυχία, παιδιά, δεν έχομε κανένα φόβο, έλεγε περνώντας το Βασιλόπουλο.

Και στις γυναίκες έλεγε:

— Πηγαίνετε στα σπίτια σας και μη φοβάστε.

Και στους άντρες:

— Ελάτε μαζί μου και μη φοβάστε!

Σαν έφθασε στην πλατεία με το Βασιλιά, εμπρός στο φρουραρχείο είδαν κόσμο πολύ που φώναζε και ζητούσε στρατό. Σ’ ένα παράθυρο, με τα μαλλιά του ολόρθα και τα μάτια του γουρλωμένα, ο φρούραρχος, τυλιγμένος μες στην κουβέρτα του, φώναζε πως στρατό δεν έχει και να πάνε να τον ζητήσουν από το Βασιλιά.

— Δεν έχομε Βασιλιά. Ο Βασιλιάς έφυγε και μας παράτησε. Κάτω ο Βασιλιάς! Κάτω η Βασιλεία! φώναζε το πλήθος.

— Αχ, πάμε να φύγομε! παρακάλεσε ο Βασιλιάς, κρεμασμένος στο μπράτσο του γιου του. Άκου πώς μας βρίζουν!

— Όχι! είπε με απόφαση το Βασιλόπουλο. Εδώ θα πεθάνομε ή θα τους δαμάσομε!

Παραμερίζοντας τον κόσμο, πέρασε με το Βασιλιά και ανέβηκε στα σκαλοπάτια του φρουραρχείου.

— Πατριώτες, τι γυρεύετε; φώναξε δυνατά, και η φωνή του ακούστηκε, δεσπόζοντας το θόρυβο, ως πέρα στην πλατεία. Τι περιμένετε μαζεμένοι εδώ, όταν ο εχθρός ρημάζει τη χώρα μας; Κάνετε καρδιά, παιδιά, εμπρός! Ακολουθήσετε με! Όλοι ενωμένοι θα διώξομε τον εχθρό!

— Δεν έχομε στρατό! Ούτε άρματα δεν έχομε! φώναξαν μερικοί από μέσα από το πλήθος.

— Στρατός είστε σεις! Πού τον γυρεύετε αφού είστε όλοι μαζεμένοι εδώ; Άρματα θα γίνουν τα εργαλεία που σκάβετε τα χωράφια! Σε αντρειωμένα χέρια, κάθε σίδερο γίνεται όπλο!

— Δεν έχομε αρχηγό! Το έστριψε ο Βασιλιάς!

— Ο Βασιλιάς σας είναι δω, ανάμεσα σας, έτοιμος να σας οδηγήσει στη μάχη! φώναξε το Βασιλόπουλο δείχνοντας το γέρο πατέρα του, που εμπρός στον εξοργισμένο λαό του είχε ξαναβρεί την πατρογονική του υπερηφάνεια, και με σταυρωμένα χέρια και ψηλά το κεφάλι κοίταζε το αγριεμένο πλήθος. Ο Βασιλιάς σας είναι δω, αναγνωρίσετε τον, και ας μη φορεί το στέμμα του, που το πούλησε για να σας δώσει όπλα.

— Πού είναι ο Βασιλιάς; Δείξε μας το Βασιλιά! φώναξαν μερικοί.

— Ο Βασιλιάς μας δεν έφυγε; Ο Βασιλιάς είναι δω; φώναξαν άλλοι. Ζήτω λοιπόν ο Βασιλιάς!

— Αν είναι δω ο Βασιλιάς, ζητάτε του πρώτα-πρώτα όπλα! φώνα— ξε μια θυμωμένη φωνή.

— Ναι, όπλα! Δώσ’ μας όπλα! επανέλαβαν άλλες φωνές.

Και το πλήθος, που γυρνά πάντα με τον τελευταίο που μίλησε, ξεφώνισε αγριεμένα:

— Δώσ’ μας όπλα! Κάτω ο Βασιλιάς! Έξω από δω ο Βασιλιάς!

Μερικοί πιο αυθάδεις ανέβηκαν στα σκαλοπάτια φοβερίζοντας με το γρόθο.

— Δώσ’ μας όπλα! Κάτω ο Βασιλιάς! ξεφώνιζαν.

Το Βασιλόπουλο όρμησε μπροστά στον πατέρα του και, με μια σπρωξιά, έριξε κάτω έναν που σήκωνε το χέρι να χτυπήσει το Βασιλιά.

— Σα δεν έχουν όπλα, φώναξε με αγανάκτηση, πάνε και τα παίρνουν από τους εχθρούς τα παλικάρια, μα δε χτυπούν γέρους!

— Γεια σου, λεβέντη! Καλά του αποκρίθηκες! ακούστηκε μια φωνή.

Και το ανθρώπινο κοπάδι, γυρνώντας άλλη μια φορά με τον τελευταίο που του επιβλήθηκε, ξεφώνισε:

— Γεια σου, λεβέντη! Οδήγησε μας εσύ και θα σε ακολουθήσομε! Ζήτω το Βασιλόπουλο μας! Ζήτω ο Βασιλιάς!

Το Βασιλόπουλο, χωρίς να χάσει καιρό, διέταξε:

— Εμπρός! Στο ποτάμι! Εκεί θα διοργανωθούμε, για να περάσομε αντίκρυ και να διώξομε τον εχθρό! Εμπρός, παιδιά! Ακολουθείτε με!

Κι ενώ, αποκαμωμένος και συγκινημένος, ανέβαινε ο Βασιλιάς στο φρουραρχείο να ξεκουραστεί, το Βασιλόπουλο τράβηξε κατά τον ποταμό, με το ενθουσιασμένο πλήθος που ξεφώνιζε πίσω του.

ΙΓ’. Πολύδωρος και Μονοχέρης

Όλην εκείνη την ημέρα η «Τρομάρα» και η «Αντάρα» είχαν πάγει κι έλθει πολλές φορές από τη μιαν ακροποταμιά στην άλλη, περνώντας τους χωρικούς της πεδιάδας, που έφευγαν εμπρός στον εχθρό.