Αφού πέρασε και τον τελευταίο, ο κουλός αντί να δέσει τις φελούκες του στη στεριά και να ξαπλωθεί στην «κάμαρα» του, όπως το συνήθιζε, άρχισε ν’ ανεβαίνει τον ποταμό, σπρώχνοντας τις φελούκες του με το κοντάρι.
Ο πρωτομάστορης Αμοιράκος, που δούλευε στο νερό κοντά, τον είδε και τον φώναξε:
— Για πού, πατριώτη;
— Μυστική υπηρεσία του Κράτους, αποκρίθηκε ο κουλός.
Και πρόσθεσε:
— Για τους ήσυχους καιρούς δουλεύεις, παραφέντη;
— Πού ξέρεις εσύ τι κάνω; ρώτησε ο πρωτομάστορης.
— Και αμέ στραβός είμαι; Δε βλέπω τάχα πως φτιάνεις θεόρατα καράβια;
— Και για ήσυχους καιρούς, λες, είναι αυτά;
— Και βέβαια είναι, αφού ως το βράδυ δεν τα τελειώνεις, και πριν βασιλέψει ο ήλιος, οι μουσαφίρηδες θα είναι αντίκρυ στρωμένοι.
Ο πρωτομάστορης παράτησε τη δουλειά του και πλησίασε το νερό.
— Ξέρεις πως είπες κάτι πολύ σωστό; έκανε σοβαρά.
— Με κολακεύεις, πατριώτη, αποκρίθηκε ο κουλός, ανεβαίνοντας στην πλώρη και σέρνοντας πίσω του το κοντάρι.
Ο πρωτομάστορης ήταν συλλογισμένος.
— Λοιπόν τι λες να κάνω; ρώτησε έξαφνα.
— Γέφυρα, αποκρίθηκε ο κουλός.
— Γέφυρα; Και φαντάζεσαι πως η γέφυρα γίνεται σε τρεις ώρες;
Ο κουλός πήρε το σκοινί του και του το έδειξε.
— Με αυτό, είπε.
Κι δείχνοντας τους κομμένους κορμούς που στοιβάζουνταν στην όχθη, έτοιμοι να πελεκηθούν:
— Και με αυτά, πρόσθεσε.
Και ξανάρχισε το δρόμο του, σπρώχνοντας τις βάρκες του προς τ’ απάνω του ποταμού και μουρμουρίζοντας μελαγχολικά:
Βγήκαν κλέ-ε-φτες στα βου-ου-νά, Για να κλέ-ε-ψουν άλο-ο-γα…
Κάμποση ώρα ο πρωτομάστορης έμεινε ακίνητος, ακολουθώντας τις φελούκες με συλλογισμένα μάτια. Έξαφνα χτύπησε το μέτωπο του:
— Μα βέβαια! Βέβαια! Δίκιο έχει αυτός! μουρμούρισε.
Και παράγγειλε στους παραγιούς του:
— Παρατάτε τα καράβια όλοι σας! Κι ελάτε δω. Έχω βιαστική δουλειά να σας δώσω.
Ο κουλός ωστόσο εξακολουθούσε να πηγαινοέρχεται από πλώρη σε πρύμη, μπήγοντας το κοντάρι του και μουρμουρίζοντας μελαγχολικά:
Άλογ-α-α δε βρήκα-α-νε,
Προβατά-α-κια πήρανε…
Μα όσο ανέβαινε, το ρεύμα γίνουνταν όλο και δυνατότερο, και κατήντησε τέτοιο, που δεν μπορούσε πια με το κοντάρι να προχωρήσει.
Τράβηξε για τη δεξιά όχθη του ποταμού και, σα σίμωσε με τις φελούκες του, πήδηξε στη γη. Ξετύλιξε το σκοινί, το έδεσε στη μέση του, και αργά, αλλά με βήμα κανονικό, ανέβηκε την ακροποταμιά, σέρνοντας το σπίτι του.
Το νερό κατέβαινε με ορμή, ο κουλός όμως δε σταμάτησε. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το μέτωπο του, το στόμα του στέγνωσε, κρέμασε η γλώσσα του, οι φλέβες του λαιμού του πρήστηκαν από τον αγώνα. Μα το σταθερό αργό του βήμα δεν άλλαξε.
Έφθασε στο Τρελόρεμα, έδεσε το σκοινί σ’ ένα δέντρο και ξαπλώθηκε στο γρασίδι να ξελαχανιάσει.
Έξαφνα ακούστηκε τρελό πηλαλητό αλόγου. Ο κουλός ανασηκώθηκε, μα ώσπου να καλοκαταλάβει τι ήταν, ένα άλογο με τον καβαλάρη του όρμησε από μέσα από τα δέντρα και γκρεμίστηκε μπροστά του.
Σε μια στιγμή, ο καβαλάρης ξεμπερδεύτηκε από τις πατήτρες και σηκώθηκε.
Ο κουλός μ’ ένα πήδημα έτρεξε στο δέντρο κι έκοψε το σκοινί.
— Γρήγορα! φώναξε. Πήδα μέσα!
Πήδηξε και αυτός στη βάρκα μαζί με τον Πολύδωρο, και τράβηξε το σκοινί.
Το ρεύμα παρέσυρε τις φελούκες, που σε μια στιγμή βρέθηκαν στη μέση του ποταμού, κατεβαίνοντας με μεγάλη γρηγοράδα.
Την ίδια ώρα, σύννεφο σαΐτες πέταξαν από το δάσος και σκορπίστηκαν γύρω τους, πιτσιλώντας τους δυο άντρες με τα νερά που σήκωσαν.
Και η όχθη γέμισε στρατιώτες.
Ο κουλός τους χαιρέτησε με βαθιά υπόκλιση.
— Όσο θέλετε τραβάτε τώρα! φώναξε.
Τωόντι, το ποτάμι που ήταν πολύ γρήγορο και κάμποσο φαρδύ σ’ εκείνο το μέρος, τους έσερνε όλο και μακρύτερα από την εχθρική όχθη.Ο κουλός είχε μαζέψει το σκοινί του και ήσυχα το συγύριζε.
— Τα κατάφερες; ρώτησε.
— Ναι! αποκρίθηκε ο Πολύδωρος.
— Έσκασες όμως το άλογο σου.
— Ήταν δικό τους. Τους το άρπαξα. Το δικό μου έσκασε στο δρόμο. Μα πες μου εσύ, πώς κατάλαβες πως θα έφθανα τόσο γρήγορα και βρέθηκες εκεί στην ώρα;
— Ήσουν βιαστικός. Ήξερα πως αν βρεις άλογο, θα το πάρεις. Λογάριασα πως στα τέσσερα θα ‘ρχόσουν.
— Κι έκανες καλά. Αν δεν είχες βρεθεί εκεί, σαν από θαύμα, δε θα ξανάβλεπα τα φωτεινά μάτια του Βασιλόπουλου, που για λόγου του θα γίνουμουν κομμάτια!
Ο ναύτης, αφού κουλούριασε το σκοινί στην πλώρη, κάθησε κοντά στον υπασπιστή.
— Μην παινιέσαι, είπε ήσυχα, δεν τα ξαναείδες ακόμα.
Ο Πολύδωρος ανατρίχιασε.
— Τι εννοείς; ρώτησε.