Με το κεφάλι έγνεψε ο κουλός κατά τη στεριά.
— Μας ακολουθούν οι μουσαφιρέοι, είπε.
— Ναι, τους βλέπω, μα είναι πολύ μακριά. Το ποτάμι είναι φαρδύ και δε μας φθάνουν τα βέλη τους.
— Παρακάτω θα μας φθάσουν.
— Στενεύει δηλαδή το ποτάμι;
— Ναι.
Ο υπασπιστής έμεινε συλλογισμένος λίγη ώρα.
— Δε γίνεται τίποτα; ρώτησε.
— Ναι. Θα πάρω το κοντάρι μου, σαν έλθει η ώρα. Τώρα είναι περιττό. Το ποτάμι μας σέρνει γρηγορώτερα.
— Ό,τι και να γίνει, πρέπει να φθάσω, είπε ο υπασπιστής.
Και ρώτησε:
— Τα ξέρεις καλά τούτα τα μέρη;
— Ναι.
— Λες να περάσομε το στενό;
— Δεν πιστεύω.
— Μονοχέρη, είπε ο υπασπιστής, ένας από μας πρέπει να περάσει.
Και δείχνοντας τη φαρδιά πέτσινη ζώνη που φορούσε, πρόσθεσε:
— Πρέπει αυτή να πάγει στα χέρια του Βασιλόπουλου.
Ο κουλός χαμογέλασε.
— Λοιπόν ακουμπά την κάλλιο στην κάμαρα μου, είπε. Το σπίτι μου θα φθάσει πάντα. Εσύ κι εγώ όμως ίσως δε φθάσομε.
— Μα αν είναι τόσος κίνδυνος, γιατί να μην ξεμπαρκάρομε από τώρα; ρώτησε ο Πολύδωρος.
— Λες πως βιάζεσαι να φθάσεις.
— Ναι! Μα πάμε πεζή στη χώρα.
— Δεν έχει δρόμο.
— Περνούμε από πάνω από το βουνό.
— Μόνο με φτερά μπορείς να περάσεις. Έχει γκρεμνούς αδιάβατους κι αιώνια χιόνια, αποκρίθηκε ο κουλός.
— Και κανένας άλλος δρόμος δεν υπάρχει;
— Γρήγορος; Όχι, κανένας.
Κάμποση ώρα τους έσυρε το ποτάμι χωρίς να μιλήσουν πια.
Σιωπηλά κοίταζαν τα νερά που ολοένα στένευαν ανάμεσα στις όχθες.
Έξαφνα, ο κουλός σηκώθηκε μ’ έναν πήδο και αρπάζοντας το κοντάρι του το έμπηξε με ορμή στον πάτο.
Η «Τρομάρα» και η «Αντάρα» γύρισαν απότομα και βγήκαν από τη μέση του ποταμού, προς τ’ αριστερά.
— Τι τρέχει; ρώτησε ο Πολύδωρος.
Μα δεν πρόφθασε ο κουλός ν’ αποκριθεί, και πέντε-έξι σαίτες μπήχθηκαν στις φελούκες, και συνάμα ξεπρόβαλαν από μέσα από τα δέντρα, δεξιά, αρματωμένοι καβαλαρέοι.
— Τώρα θ’ αρχίσει το πανηγύρι, είπε ο κουλός.
Το ρεύμα ήταν δυνατό στο στενό αυτό μέρος, και ο ναύτης με δυσκολία οδηγούσε τις φελούκες του. Δεν μπορούσε και να πλησιάσει πολύ την αριστερή ακροποταμιά, γιατί, στα πόδια του όρθιου βουνού, οι μαύροι βράχοι, που εδώ κι εκεί ξεμύτιζαν από τα νερά, φοβέριζαν κάθε στιγμή τα σαπιοσάνιδα της «Τρομάρας» και της «Αντάρας».
— Είμαστε ακόμα μακριά; ρώτησε ο υπασπιστής.
— Όχι, αποκρίθηκε ο κουλός. Αν καταφέρομε να βγούμε από το στενό, σωθήκαμε.
Και σκύβοντας γοργά, ξέφυγε μια σαΐτα, που πέρασε πλάγι του και μπήχθηκε παρακάτω στον ώμο του Πολύδωρου.
Τραβώντας το κοντάρι ο κουλός όρμησε στον υπασπιστή.
— Λαβώθηκες! ξεφώνισε.
— Δεν είναι τίποτα, μια τσουγκρανιά μόνο, αποκρίθηκε ο Πολύ— δωρος. Σπρώξε το κοντάρι σου, για το Θεό, μας ξαναφέρνει το ρεύμα στη μέση…
Ο κουλός έτρεξε στην πλώρη και ξανάμπηξε το κοντάρι στον πάτο του ποταμού.
Μα έξαφνα κλονίστηκε στα πόδια του, έκανε ένα βήμα μπροστά, έγειρε μονοκόμματος κι έπεσε στο νερό.
— Μονοχέρη! φώναξε με αγωνία ο Πολύδωρος.
— Παρών… αποκρίθηκε η πνιγμένη φωνή του κουλού.
Μια στιγμή ακόμα το αιματωμένο του πρόσωπο φάνηκε στην επιφάνεια του νερού. Το χέρι του απλώθηκε για βοήθεια, — ίσως για τελευταίο αποχαιρετισμό —, και το ποτάμι τον σκέπασε με το ασημένιο του σάβανο.
Σα χαλάζι έπεφταν τα βέλη γύρω στις φελούκες, που τις πήρε πάλι το ρεύμα στη μέση του ποταμού.
Ο Πολύδωρος είχε αρπάξει το κοντάρι και με ορμή το έμπηξε στον πάτο.
Την ίδια στιγμή μια σαΐτα του τρύπησε το φρύδι και τον έριξε στα γόνατα. Σκούπισε βιαστικά το αίμα που τον τύφλωνε κι έκανε να σηκωθεί. Μα άλλο βέλος τον πήρε στο στήθος και το κοντάρι ξέφυγε από τα χέρια του και το πήρε το ποτάμι.
Οι καβαλάρηδες, βλέποντας πεσμένο το πληγωμένο παλικάρι, πέταξαν θριαμβευτικές φωνές, και βάζοντας τον στο σημάδι, παράβγαιναν ποιος να του μπήξει περισσότερα βέλη στο κορμί.
Ένα τον βρήκε στο λαιμό, άλλο έκοψε το λουρί της ζώνης του και χύθηκαν μερικά φλουριά.
Ανασηκώθηκε με κόπο και ξανάδεσε το λουρί. Μα άλλο βέλος τρύπησε το πλευρό του, και σωριάστηκε στη φελούκα.
— Μανούλα μου… μουρμούρισε.
Του φάνηκε πως ο ήλιος έσβησε και μαύρη νύχτα απλώθηκε παντού.
Το ρεύμα έπαιρνε ολοένα την «Τρομάρα» και την «Αντάρα», βγάζοντας τες πέρα από το στενό στο ανοιχτό ποτάμι, όπου κατέβαιναν αργά-αργά στα ήσυχα νερά.
Από κάτω από τα παραπόταμα δέντρα όπου δούλευε με πυρετική βία, ο πρωτομάστορης τις διέκρινε από μακριά. Παραξενεύθηκε που δεν είδε τον κουλό να σπρώχνει το κοντάρι του, ή ξαπλωμένο στην πλώρη όπως το συνήθιζε, και τον φώναξε: