— Στο ποτάμι τώρα! πρόσταξε. Όπως πέρασαν αυτοί το νερό, θα το περάσομε κι εμείς. Και οταν μας δουν να φθάνομε στα σπίτια τους, θα σκορπίσουν σα σπουργίτια! Εμπρός, παιδιά! Στο ποτάμι!
Μα το Βασιλόπουλο τον είδε. Αντιλήφθηκε αμέσως τι πανωλεθρία θ’ ακολουθούσε, αν περνούσαν οι εχθροί στην αριστερή όχθη, όπου δεν έμενε ούτε ένας στρατιώτης.
Με τους διαλεχτούς του έτρεξε στη γέφυρα κι έφθασε την ώρα που τσάκιζε το μικρό σώμα που τη φύλαγε, και οι πρώτοι εχθροί πηδούσαν στις πλωτές.
— Σπάσε τη γέφυρα! Πρωτομάστορη, κόψε τα σκοινιά! βροντοφώνησε. Και αν κανένας από τους δικούς μας θελήσει να φύγει, ας τον πνίξει το ποτάμι!
Από την αντικρινή όχθη τον άκουσε ο πρωτομάστορης, πετάχθηκε στη γέφυρα και με δυο τσεκουριές την έκοψε στη μέση.
Και οι πλωτές χωρίστηκαν σε δύο μέρη.
Οι εχθροί, βλέποντας κομμένο το δρόμο, θέλησαν να γυρίσουν πίσω.
Μα έξαφνα, από μέσα από τους συντρόφους του Βασιλόπουλου πετάχθηκε ένας νέος, έτρεξε στο ποτάμι και με κίνδυνο της ζωής του, αψηφώντας τα κοντάρια των εχθρών, έκοψε τα σκοινιά που βαστούσαν ακόμα τις πλωτές δεμένες στη στεριά, και η μισή γέφυρα παρασύρθηκε από το ρεύμα με όσους εχθρούς είχαν προφθάσει να πηδήξουν απάνω της.
Και χάθηκε πάλι ο νέος ανάμεσα στους στρατιώτες.
Σα λεοντάρι πολεμούσε το Βασιλόπουλο, και το παράδειγμα του έδινε καρδιά και στον πιο δειλό.
Ο θείος Βασιλιάς τον είδε και τον αναγνώρισε στη λάμψη της φωτιάς που έκαιε ακόμα στην ακροποταμιά.
— Παιδιά! φώναξε στους δικούς του. Το άλογο μου, τ’ άρματα μου και την κόρη μου θα δώσω σ’ εκείνον που θα μου φέρει αυτό το παλικάρι, ζωντανό ή πεθαμένο.
Όρμησαν οι διαλεχτοί του αξιωματικοί και στρατιώτες να τον αρπάξουν.
Μα το σπαθί του Βασιλόπουλου θέριζε κεφάλια ανοίγοντας κύκλο γύρω του.
Μια μαχαιριά του είχε ανοίξει το μέτωπο, μα το Βασιλόπουλο εξακολουθούσε να πελεκά, και οι εχθροί, σαστισμένοι με την τόλμη του, άρχιζαν να δειλιάζουν και να υποχωρούν, όταν έσπασε το σπαθί του στα χέρια του.
Με άγριες φωνές ρίχθηκαν τότε επάνω του. Ένας του έμπηξε τη λόγχη στον ώμο με τόση ορμή, που το Βασιλόπουλο έπεσε στα γόνατα.
Θα τον έσφαζαν βέβαια. Αλλά έξαφνα πετάχθηκε ο ίδιος νέος που είχε κόψει τα σκοινιά της γέφυρας, και με το σώμα του σκέπασε το Βασιλόπουλο.
— Φύγε, Αφέντη! φώναξε.
Σε μια στιγμή δέκα σπαθιά τον τρύπησαν. Και σωριάστηκε αναίσθητος, κυλιόμενος στο αίμα του.
Μ’ αυτή η στιγμή είχε αρκέσει. Οι Μοιρολάτρες, βλέποντας το Βασιλόπουλο πεσμένο, έγιναν θηρία, και με καινούρια ορμή ρίχθηκαν στους εχθρούς, τους έσπρωξαν πίσω, τους τσάκισαν και τους έτρεψαν σε φυγή.
Ο ίδιος ο Βασιλιάς τους μόλις πρόφθασε να σωθεί, και βλέποντας τη μάχη χαμένη πήδηξε στο άλογο του και ξέφυγε κατά τον κάμπο με τα συντρίμματα του στρατού του.
Το Βασιλόπουλο, γονατισμένο στο χώμα, αψηφώντας τις πληγές του, γύρευε να συνεφέρει το νέο που με θυσία της ζωής του τον είχε σώσει.
— Δώστε μου ένα φως, πρόσταξε.
Και του έφεραν αναμμένο δαδί.
Στη λάμψη της φλόγας αναγνώρισε το νέο της ταβέρνας.
— Αυτός, εδώ!.. μουρμούρισε.
Πήρε από ένα πεθαμένο εχθρό το παγούρι, κι έχυσε μερικές στάλες στα χωρισμένα χείλια του.
Ο νέος άνοιξε τα μάτια, είδε το Βασιλόπουλο σκυμμένο απάνω του και χαμογέλασε.
— Χωροφύλακας, ξυλοκόπος… και Βασιλόπουλο… είπε με κόπο. Βλέπεις… θυμήθηκα, σαν ήλθε η ώρα, τα λόγια μου… Βγήκε το Βασιλόπουλο… και το ακολουθήσαμε όλοι…
Έκλεισε τα μάτια του κι έγειρε αργά το κεφάλι.
— Ξέχασε τ’ άλλα λόγια που σου είπα… μουρμούρισε με σβησμένη φωνή, και συχώρνα με…
Το Βασιλόπουλο έσκυψε και τον φίλησε.
— Μου έσωσες τη ζωή σήμερα, είπε βαθιά ταραγμένος, και με το θάρρος σου, κόβοντας τη γέφυρα, κατέστρεψες τόσους εχθρούς. Τι συγχώρηση ζητάς;
Μα ο νέος δεν αποκρίθηκε, ούτε σάλεψε πια.
Στην αγκαλιά του Βασιλόπουλου είχε ξεψυχήσει.
ΙΕ’. Δικαιοσύνη
Ο Κακομοιρίδης, που πολεμούσε στην άλλη άκρη του στρατοπέδου, αφού κυνήγησε κάμποση ώρα τους εχθρούς, γύρισε και, μη βλέποντας το Βασιλόπουλο, ρώτησε πού ήταν.
Μα δεν ήξεραν να του πουν.
Με ανησυχία τον αναζητούσε δω κι εκεί, όταν μερικοί στρατιώτες, που βρίσκονταν κοντά στη σκηνή του θείου Βασιλιά, τον φώναξαν.
— Έλα δω, κυρ-Κακομοιρίδη, σε θέλομε να σου δείξομε κάτι, είπαν.
Και όλοι μαζί ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.
Ανάμεσα τους βαστούσαν έναν άνθρωπο από τις μασχάλες. Το κεφάλι του ήταν πεσμένο μπροστά, τα μαλλιά του άνω-κάτω, το πλούσιο βελουδένιο βυσσινί του ρούχο κάτασπρο από τη σκόνη. Και, μόλις έκαναν οι στρατιώτες να τον αφήσουν, έπεφτε χάμω.
— Τι έχει αυτός ο δυστυχισμένος; ρώτησε ο Κακομοιρίδης. Πληγωμένος είναι ή άρρωστος;