Ο Φρόντο ήταν παρών στη μάχη, αλλά δεν είχε τραβήξει σπαθί, κι ο ρόλος του ήταν κυρίως να εμποδίζει τους θυμωμένους από τις απώλειες, χόμπιτ, να σκοτώσουν όσους αντίπαλους παρέδιναν τα όπλα. Όταν τελείωσε η μάχη και μπήκαν σε τάξη αυτά που έπρεπε να γίνουν αργότερα, ο Μέρι, ο Πίπιν και ο Σαμ πήγαν και τον βρήκαν και γύρισαν πίσω μαζί με τους Καλύβα. Έφαγαν ένα αργοπορημένο μεσημεριανό κι ύστερα ο Φρόντο είπε μ’ έναν αναστεναγμό:
– Λοιπόν, φαντάζομαι πως έφτασε η ώρα να κανονίσουμε και τον «Αρχηγό».
– Και βέβαια· το γοργόν και χάριν έχει, είπε ο Μέρι. Και μην είσαι και πολύ επιεικής! Αυτός φταίει για τον ερχομό αυτών των κακοποιών και για ό,τι κακό έχουν κάνει.
Ο Καλύβας ο Τσιφλικάς σχημάτισε μια συνοδεία από δύο δωδεκάδες γεροδεμένους χόμπιτ.
– Γιατί νομίζουμε μόνο πως δεν έχουν μείνει άλλοι αλήτες στο Μπαγκ Εντ, είπε. Δεν το ξέρουμε.
Ύστερα ξεκίνησαν πεζή. Ο Φρόντο, ο Σαμ, ο Μέρι κι ο Πίπιν επικεφαλής.
Ήταν μια απ’ τις πιο θλιβερές ώρες της ζωής τους. Η μεγάλη καπνοδόχος υψωνόταν μπροστά τους’ και καθώς πλησίασαν το παλιό χωριό απ’ την απέναντι όχθη του Νερού, ανάμεσα απ’ τις σειρές των καινούριων άθλιων σπιτιών κατά μήκος και των δύο πλευρών του δρόμου, είδαν τον καινούριο μύλο σε όλη του τη συνοφρυωμένη και βρόμικη ασχήμια – ένα μεγάλο τούβλινο κτίριο καβάλα στο ποτάμι που το μόλυνε με ατμούς και βρομερά απόβλητα. Σε όλο το μήκος του Δρόμου του Μπάιγουότερ όλα τα δέντρα είχαν κοπεί.
Καθώς πέρασαν τη γέφυρα και κοίταξαν ψηλά στο Λόφο, τους κόπηκε η ανάσα. Ακόμα και το όραμα του Σαμ στον Καθρέφτη δεν τον είχε προετοιμάσει γι’ αυτό που είδαν. Η Παλιά Αγροικία στη δυτική πλευρά είχε κατεδαφιστεί και τη θέση της την είχαν πάρει σειρές παραπήγματα αλειμμένα πίσσα. Δεν είχε μείνει ούτε μια καστανιά. Οι όχθες και οι φράχτες ήταν σε κακό χάλι. Μεγάλα κάρα βρίσκονταν άτακτα σ’ ένα χωράφι τσαλαπατημένο δίχως χορτάρι. Το Μπάγκσοτ Ρόου ήταν ένα ορθάνοιχτο λατομείο αμμοχάλικου. Το Μπαγκ Εντ από πίσω ήταν κρυμμένο από μερικά μεγάλα καλύβια.
– Το ’κοψαν! φώναξε ο Σαμ. Έκοψαν το Δέντρο του Πάρτι! Έδειξε κει που στεκόταν το δέντρο κάτω από το οποίο ο Μπίλμπο Μπάγκινς είχε βγάλει τον αποχαιρετιστήριο λόγο του. Ήταν πεσμένο νεκρό σ’ ένα χωράφι. Λες κι αυτό να ήταν το τελευταίο, ο Σαμ ξέσπασε σε κλάματα.
Ένα γέλιο τον σταμάτησε. Ένας κατσούφης χόμπιτ έγερνε πάνω σε μια χαμηλή μάντρα στον αυλόγυρο του μύλου. Το πρόσωπό του ήταν λερωμένο και τα χέρια του όλο μουντζούρα.
– Δε σ’ αρέσει, Σαμ, κορόιδεψε. Πάντα σου όμως ήσουν λαπάς. Εγώ νόμιζα πως είχες φύγει με κανένα από κείνα τα καράβια που συνέχεια μας πιπίλιζες το μυαλό, πως είχες πάει βόλτα. Τι θες και γύρισες; Έχουμε δουλειά τώρα στο Σάιρ.
– Έτσι βλέπω κι εγώ, είπε ο Σαμ. Δεν έχει ώρα για πλύσιμο, μόνο ώρα για να κρατάς τη μάντρα μην τυχόν και πέσει. Αλλά, για κοίτα δω, κύριε Σάντιμαν, έχω ένα λογαριασμό να ξεκαθαρίσω σ’ αυτό το χωριό και μην τον μεγαλώνεις με τις κοροϊδίες σου, γιατί θα τον πληρώσεις εσύ πολύ ακριβά.
Ο Τεντ Σάντιμαν έφτυσε πάνω από τη μάντρα.
– Σιγά! είπε. Ούτε να μ’ αγγίξεις δεν μπορείς. Είμαι φίλος του Αφεντικού. Κι αυτός θα σας πιάσει για τα καλά, αν συνεχίζεις να βγάζεις γλώσσα.
– Μη χάνεις τα λόγια σου μ’ αυτόν τον ανόητο, Σαμ! είπε ο Φρόντο. Ελπίζω να μην υπάρχουν πολλοί χόμπιτ ποι να ’χουν καταντήσει έτσι. Αυτό θα ’ταν χειρότερο απ’ όλες τις ζημιές που έχουν προξενήσει οι Άνθρωποι.
– Είσαι βρόμικος και αγενής, Σάντιμαν, είπε ο Μέρι. Κι επίσης πέφτεις έξω στους υπολογισμούς σου. Ανεβαίνουμε στο Λόφο να απομακρύνουμε τον πολύτιμό σου Αφέντη. Τους Άντρες του τους τακτοποιήσαμε.
Ο Τεντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό, γιατί εκείνη τη στιγμή προωτοεΐδε τη συνοδεία που, σ’ ένα νεύμα του Μέρι, πέρασαν τη γέφυρα. Ορμώντας πίσω στο μύλο, ξαναβγήκε έξω μ’ ένα Βούκινο και σάλπισε δυνατά.
– Μη λαχανιάζεις! γέλασε ο Μέρι. Εγώ έχω καλύτερο.
Κι ύστερα, υψώνοντας το ασημένιο του βούκινο το φύσηξε και το καθάριο κάλεσμά του αντήχησε στο Λόφο· και απ’ τις τρύπες και τα παραπήγματα και τα παλιόσπιτα του Χόμπιτον οι χόμπιτ ανταποκρίθηκαν και χύθηκαν έξω και με ζητωκραυγές και δυνατές φωνές ακολούθησαν την ομάδα στον ανήφορο του Μπαγκ Εντ.
Στο ψηλότερο μέρος του δρόμου η ομάδα σταμάτησε και ο Φρόντο με τους φίλους του προχώρησαν κι έφτασαν τέλος στο κάποτε αγαπημένο του μέρος. Ο κήπος ήταν γεμάτος καλύβια και παραπήγματα, μερικά τόσο κοντά στα παλιά δυτικά παράθυρα, ώστε τους έκοβαν όλο το φως. Παντού είχε σωρούς σκουπίδια. Η πόρτα ήταν γεμάτη γδαρσίματα– η αλυσίδα του κουδουνιού κρεμόταν σπασμένη και το κουδούνι δε χτυπούσε. Χτύπησαν με το χέρι, αλλά δεν πήραν απάντηση. Τέλος, έσπρωξαν και η πόρτα υποχώρησε. Μπήκαν μέσα. Ο τόπος μύριζε κι ήταν βρόμικος και ακατάστατος – έμοιαζε ακατοίκητος από αρκετόν καιρό.