Ο Σάρουμαν σηκώθηκε και κοίταξε το Φρόντο. Ένα παράξενο βλέμμα φάνηκε στα μάτια του, απορία και σεβασμός και μίσος μαζί.
– Έχεις μεγαλώσει, Ανθρωπάκι, είπε. Ναι, έχεις πολύ μεγαλώσει. Είσαι σοφός και σκληρός. Έκλεψες τη γλύκα απ’ την εκδίκησή μου και τώρα πρέπει να φύγω από δω με πίκρα και χρεωμένος στην ευσπλαχνία σου. Τη μισώ κι αυτή κι εσένα! Λοιπόν, φεύγω και δε θα σ’ ενοχλήσω πια. Αλλά μην περιμένεις να σου ευχηθώ υγεία και μακροημέρευση. Δε θα ’χεις ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αυτό όμως δεν οφείλεται σ’ εμένα. Εγώ απλώς προλέγω.
Ξεκίνησε να φύγει και οι χόμπιτ του άνοιξαν δρόμο να περάσει· αλλά τα κόκαλα των χεριών τους άσπρισαν όπως έσφιγγαν τα όπλα τους. Ο Φιδόγλωσσος δίστασε κι ύστερα ακολούθησε τον αφέντη του.
– Φιδόγλωσσε! φώναξε ο Φρόντο. Δεν υπάρχει λόγος να τον ακολουθήσεις. Δεν ξέρω να μου έχεις κάνει κανένα κακό. Μπορείς να ξεκουραστείς για λίγο και να φας εδώ, ώσπου να δυναμώσεις και να μπορείς να πας στο δρόμο σου.
Ο Φιδόγλωσσος σταμάτησε και γύρισε πίσω και τον κοίταξε, μισοέτοιμος να μείνει. Ο Σάρουμαν γύρισε.
– Κανένα κακό; κακάρισε. Ω, όχι! Ακόμα κι όταν βγαίνει κρυφά το βράδυ το κάνει μόνο για να κοιτάξει τ’ άστρα. Αλλά δεν άκουσα κάποιον να λέει πού να κρύβεται ο καημένος ο Λόθο; Ξέρεις, δεν ξέρεις, Φίδι; Θα τους πεις;
Ο Φιδόγλωσσος μαζεύτηκε και κλαψούρισε όλος φόβο.
– Όχι, όχι!
– Τότε, θα το κάνω εγώ, είπε ο Σάρουμαν. Το Φίδι σκότωσε τον Αρχηγό σας, τον καημένο, τον καλό μικρό Αφέντη σας. Έτσι δεν είναι, Φίδι; Τον μαχαίρωσε στον ύπνο του, πιστεύω. Τον έθαψε, ελπίζω· αν και το Φίδι ήταν πολύ πεινασμένο τώρα τελευταία. Όχι, το Φίδι δεν είναι στ’ αλήθεια καλός. Καλύτερα αφήστε τον σ’ εμένα.
Ένα βλέμμα άγριου μίσους φάνηκε στα κόκκινα μάτια του Φιδόγλωσσου.
– Εσύ μου ’πες να το κάνω, σφύριξε. Ο Σάρουμαν γέλασε.
– Πάντα κάνεις ό,τι σου λέει ο Σάρκι, έτσι δεν είναι, Φίδι; Λοιπόν, τώρα σου λέει: ακολούθα!
Κλότσησε το Φιδόγλωσσο καταπρόσωπο όπως κυλιόταν και γύρισε να φύγει. Αλλά τότε κάτι έσπασε – ξαφνικά ο Φισόγλωσσος σηκώθηκε, τραβώντας ένα κρυμμένο μαχαίρι, και ύστερα μ’ ένα γρύλισμα σαν σκύλος έπεσε στην πλάτη του Σάρουμαν, τράβηξε πίσω το κεφάλι του, του έκοψε το λαιμό και μ’ ένα ουρλιαχτό κατηφόρισε τρέχοντας το δρόμο. Πριν ο Φρόντο προλάβει να συνέλθει ή να πει κουβέντα, τρία τόξα δούλεψαν κι ο Φιδόγλωσσος έπεσε νεκρός.
Με μεγάλο φόβο όσοι στέκονταν εκεί κοντά είδαν να μαζεύεται μια γκρίζα ομίχλη γύρω από το σώμα του Σάρουμαν, που σιγά σιγά σηκώθηκε σαν καπνό από φωτιά και σαν χλωμή κουκουλωμένη μορφή υψώθηκε πάνω από το Λόφο. Για μια στιγμή ταλαντεύτηκε, κοιτάζοντας τη Δύση· αλλά από τη Δύση ήρθε ένας παγωμένος άνεμος και την έδιωξε και, μ’ έναν αναστεναγμό, διαλύθηκε και δεν έμεινε τίποτα.
Ο Φρόντο κοίταξε το σώμα χάμω με οίκτο και φρίκη, γιατί όπως κοίταζε φάνηκε πως τ’ ατέλειωτα χρόνια του θανάτου αποκαλύφθηκαν ξαφνικά πάνω του και ζάρωσε και το ξεραμένο πρόσωπο έγινε κουρελιασμένο δέρμα πάνω σε μια φρικιαστική νεκροκεφαλή. Σηκώνοντας την άκρη του λερωμένου μανδύα, που ήταν απλωμένος πλάι του, το σκέπασε και γύρισε απ’ την άλλη μεριά.
– Κι αυτό ήταν το τέλος του, είπε ο Σαμ. Άσχημο τέλος, μακάρι να μην το ’βλεπα· αλλά καλά τους ξεφορτωθήκαμε.
– Και το τέλος επιτέλους του Πολέμου, ελπίζω, είπε ο Μέρι.
– Μακάρι, είπε ο Φρόντο κι αναστέναξε. Το τελευταίο χτύπημα. Αλλά φαντάσου να πέσει εδώ, στο κατώφλι του Μπαγκ Εντ! Ανάμεσα σ’ όλους τους φόβους μου και στις ελπίδες, αυτό τουλάχιστο δεν το περίμενα ποτέ!
– Εγώ δε θα το πω τέλος, αν δεν καθαρίσουμε αυτή τη βρομιά, είπε ο Σαμ σκυθρωπά. Κι αυτό θέλει πολύν καιρό και δουλειά.
IX
ΤΑ ΓΚΡΙΖΑ ΛΙΜΑΝΙΑ
Και το καθάρισμα σίγουρα απαιτούσε πολλή δουλειά, αλλά χρειάστηκε λιγότερο χρόνο απ’ ό,τι είχε φοβηθεί ο Σαμ. Την επομένη της μάχης ο Φρόντο πήγε στο Μίσελ Ντέλβινγκ κι απελευθέρωσε τους φυλακισμένους. Ένας από τους πρώτους που βρήκαν ήταν ο καημένος ο Φρέντεγκαρ Μπόλγκερ, που δεν ήταν χοντρός πια. Τον είχαν πιάσει όταν οι κακοποιοί είχαν με καπνό αναγκάσει να βγουν μια ομάδα επαναστάτες, που τον είχαν αρχηγό, απ’ τις κρυψώνες τους στις Ασβότρυπες στους λόφους του Σκάρι.
– Θα ’σουν καλύτερα, αν είχες έρθει τελικά μαζί μας, καημένε Φρέντεγκαρ! είπε ο Πίπιν, καθώς τον μετάφεραν έξω γιατί ήταν πολύ εξασθενημένος για να περπατήσει.
Άνοιξε ένα μάτι και προσπάθησε γενναία να χαμογελάσει.