– Τι να το κάνω αυτό; είπε ο Σαμ.
– Πασπάλισέ το μια μέρα που να ’χει αέρα κι άσ’ το να κάνει τη δουλειά του! είπε ο Πίπιν.
– Πού; είπε ο Σαμ.
– Διάλεξε ένα μέρος για φυτώριο κι άσε να δεις τι θα γίνουν τα φυτά εκεί, είπε ο Μέρι.
– Αλλά είμαι σίγουρος πως η Κυρά δε θα ’θελε να το κρατήσω όλο για το δικό μου κήπο, τώρα που τόσοι έχουν υποφέρει, είπε ο Σαμ.
– Χρησιμοποίησε όλο σου το μυαλό και τη γνώση, Σαμ, είπε ο Φρόντο, κι ύστερα χρησιμοποίησε το δώρο σαν βοήθεια για καλύτερα αποτελέσματα. Και να το χρησιμοποιείς με οικονομία. Δεν έχει πολύ εδώ μέσα και φαντάζομαι πως κάθε κόκκος θα έχει αξία.
Έτσι ο Σαμ φύτεψε δεντράκια σε όλα τα σημεία που ήταν ιδιαίτερα όμορφα ή που είχαν κόψει τ’ αγαπημένα δέντρα κι έβαζε κι ένα σπυράκι απ’ την πολύτιμη σκόνη στο χώμα της ρίζας του καθενός. Πήγε παντού στο Σάιρ κάνοντας αυτή τη δουλειά· αλλά κανένας δεν τον κατηγόρησε αν έδωσε μεγαλύτερη προσοχή στο Χόμπιτον και στο Μπάιγουότερ. Και στο τέλος είδε πως του είχε απομείνει λίγη σκόνη ακόμα· έτσι πήγε στον Τριμοίριο Λίθο, που ήταν στο κέντρο, λίγο ως πολύ, του Σάιρ και τη σκόρπισε στον αέρα με την ευλογία του. Το μικρό ασημένιο καρυδάκι το φύτεψε στο Χωράφι του Πάρτι, εκεί που ήταν κάποτε το δέντρο· κι αναρωτήθηκε τι θα ’βγαινε. Και σ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα έκανε προσπάθειες να κάνει υπομονή και προσπαθούσε να κρατηθεί να μην πηγαίνει συνέχεια να δει αν γινόταν τίποτα.
Η άνοιξη ξεπέρασε όλες του τις ελπίδες. Τα δέντρα άρχισαν να ξεπετάγονται και να μεγαλώνουν, λες και βιάζονταν και ήθελαν σ’ ένα χρόνο να βγάλουν είκοσι. Στο Χωράφι του Πάρτι ένα πανέμορφο νεαρό δεντράκι ξεφύτρωσε – είχε ασημένια φλούδα και μακρόστενα φύλλα και γέμισε χρυσαφένια λουλούδια τον Απρίλιο. Ήταν στ’ αλήθεια ένα μάλορν κι ήταν το θαύμα της γειτονιάς. Σε χρόνια μελλοντικά, καθώς αυξανόταν η χάρη κι η ομορφιά του, η φήμη του απλώθηκε παντού και πολλοί έρχονταν από μακριά για να το δουν – το μοναδικό μάλορν δυτικά των Βουνών και ανατολικά της Θάλασσας κι ένα από τα ωραιότερα στον κόσμο.
Γενικά το 1420 ήταν μια υπέροχη χρονιά για το Σάιρ. Όχι μόνο είχε θαυμάσιες λιακάδες και καλές Βροχές, στον κατάλληλο χρόνο και μέτρο, αλλά φαινόταν να υπάρχει και κάτι άλλο – ένας αέρας πλούτου και αύξησης και μια λάμψη ομορφιάς πέρα απ’ τα καλοκαίρια των θνητών που τρεμοσβήνουν και περνούν σ’ αυτή τη Μέση-γη. Όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν ή κυοφορήθηκαν εκείνη τη χρονιά – και ήταν πολλά – ήταν όμορφα και γερά και τα περισσότερα είχαν πλούσια ξανθά μαλλιά που ήταν παλιότερα σπάνια ανάμεσα στους χόμπιτ. Τα φρούτα ήταν τόσο άφθονα, που οι νεαροί χόμπιτ έκαναν σχεδόν μπάνιο με φράουλες και κρέμα· και αργότερα κάθονταν στο γρασίδι κάτω απ’ τις δαμασκηνιές κι έτρωγαν, ώσπου έφτιαχναν σωρούς από κουκούτσια σαν μικρές πυραμίδες ή σωρούς κρανία κατακτητών κι ύστερα πήγαιναν πιο πέρα. Και κανένας δεν αρρώσταινε κι όλοι ήταν ευχαριστημένοι, εκτός απ’ εκείνους που έπρεπε να κουρεύουν το γρασίδι.
Στη Νότια Μοίρα τ’ αμπέλια λυγούσαν και η απόδοση του «φύλλου» ήταν εκπληκτική· και παντού έγινε τόσο πολύ καλαμπόκι, που όταν έγινε η Συγκομιδή όλες οι αποθήκες ξεχείλισαν. Στη Βόρεια Μοίρα η βρώμη ήταν τόσο καλή, ώστε η μπίρα του 1420 έμεινε αξέχαστη και παροιμιώδης. Πραγματικά, μια γενιά αργότερα μπορούσε κανείς να ακούσει κανένα γέροντα σε κάποιο πανδοχείο, ύστερα από μερικά ποτήρια μπίρας, να ακουμπάει κάτω το ποτήρι του και να λέει μ’ αναστεναγμό: «Α! αυτή ήταν σαν του είκοσι, έτσι μάλιστα!»
Ο Σαμ στην αρχή έμενε στους Καλύβα με το Φρόντο· όταν όμως ο Καινούριος Δρόμος ήταν έτοιμος πήγε με το Γέρο. Μαζί μ’ όλες τις άλλες του τις δουλειές ήταν απασχολημένος να διευθύνει στο ξεκαθάρισμα και στην επισκευή του Μπαγκ Εντ· συχνά όμως έλειπε σε άλλα μέρη του Σάιρ για την αναδάσωση. Έτσι δεν ήταν σπίτι νωρίς το Μάρτιο και δεν ήξερε πως ο Φρόντο είχε αρρωστήσει. Στις δεκατρείς εκείνου του μήνα ο Καλύβας ο Τσιφλικάς βρήκε το Φρόντο ξαπλωμένο στο κρεβάτι του· έσφιγγε ένα άσπρο πετράδι που κρεμόταν από μια αλυσίδα στο λαιμό του κι έμοιαζε να μισοονειρεύεται.
– Έφυγε για πάντα, είπε, και τώρα όλα είναι σκοτεινά κι άδεια.
Η κρίση όμως πέρασε και όταν ο Σαμ γύρισε στις είκοσι πέντε, ο Φρόντο είχε συνέλθει, και δεν είπε τίποτα για τον εαυτό του. Στο μεταξύ το Μπαγκ Εντ τακτοποιήθηκε και ο Μέρι με τον Πίπιν ήρθαν απ’ το Κρικχόλοου κι έφεραν όλα τα παλιά έπιπλα και πράγματα, έτσι ώστε η παλιά τρύπα γρήγορα πήρε την παλιά της όψη.
Όταν όλα ήταν επιτέλους έτοιμα, ο Φρόντο είπε:
– Πότε θα μετακομίσεις μαζί μου, Σαμ;
Ο Σαμ φάνηκε να ’ρχεται σε κάπως δύσκολη θέση.
– Δεν υπάρχει ανάγκη νά ’ρθεις ακόμα, αν δε θέλεις, είπε ο Φρόντο. Αλλά ξέρεις πως ο Γέρος θα ’ναι κοντά και θα τον περιποιείται πολύ καλά η Χήρα Ραμπλ.