Выбрать главу

Και σαν απάντηση, από πέρα κάτω, ανηφορίζοντας το δρόμο από την κοιλάδα, φωνές τραγουδούσαν:

A! Elbereth Gilthoniel! silivren penna míriel o menel aglar elenath, Gilthoniel, A! Elbereth! Δεν λησμονήσαμε μεις Κάτω απ’ τα δέντρα τούτης της γης Τ’ Αστροφώς της Θάλασσας της Δυτικής.

Ο Φρόντο και ο Σαμ σταμάτησαν και κάθισαν σιωπηλοί στις απαλές σκιές, ώσπου είδαν ένα λαμπύρισμα καθώς οι ταξιδιώτες ήρθαν προς το μέρος τους.

Εκεί ήταν ο Γκίλντορ και πολλά όμορφα Ξωτικά· κι εκεί – κι ο Σαμ ήταν γεμάτος θαυμασμό – ήρθαν πάνω στ’ άλογά τους ο Έλροντ και η Γκαλάντριελ. Ο Έλροντ φορούσε έναν γκρίζο μανδύα κι είχε ένα αστέρι στο μέτωπό του, μια ασημένια άρπα στο χέρι του και στο δάχτυλό του ένα χρυσό δαχτυλίδι με μια μεγάλη γαλάζια πέτρα, η Βίλια, το ισχυρότερο από τα Τρία. Η Γκαλάντριελ όμως ήταν πάνω σ’ ένα λευκό άλογο κι ήταν ντυμένη με λαμπερά λευκά ρούχα, σαν τα σύννεφα γύρω από το Φεγγάρι· γιατί κι αυτή η ίδια έμοιαζε να λάμπει μ’ απαλό φως. Στο δάχτυλό της φορούσε τη Νένια, το δαχτυλίδι από mithril που είχε ένα λευκό πετράδι που τρεμόπαιζε σαν παγωμένο αστέρι. Πίσω, προχωρώντας αργά σ’ ένα μικρό γκρίζο πόνυ και μοιάζοντας να κουνάει το κεφάλι του στον ύπνο, ερχόταν κι ο Μπίλμπο.

Ο Έλροντ τους χαιρέτησε σοβαρά κι ευγενικά και η Γκαλάντριελ τους χαμογέλασε.

– Λοιπόν, κύριε Σάμγουάιζ, είπε. Ακούω και βλέπω ότι έχεις χρησιμοποιήσει καλά το δώρο μου. Το Σάιρ τώρα θα ’ναι περισσότερο από πάντα ευλογημένο κι αγαπημένο.

Ο Σαμ υποκλίθηκε, αλλά δε βρήκε να πει τίποτε. Είχε ξεχάσει πόσο όμορφη ήταν η Κυρά. Τότε ο Μπίλμπο ξύπνησε και άνοιξε τα μάτια του.

– Γεια σου, Φρόντο! είπε. Λοιπόν, σήμερα ξεπέρασα το Γέρο Τουκ. Πάει κι αυτό, κανονίστηκε. Και τώρα νομίζω πως είμαι πανέτοιμος για να πάω κι άλλο ένα ταξίδι. Έρχεσαι κι εσύ;

– Ναι, έρχομαι, είπε ο Φρόντο. Οι Δαχτυλιδοκουβαλητές πρέπει να πάνε μαζί.

– Πού πας, Κύριε; φώναξε ο Σαμ, αν και τέλος κατάλαβε τι συνέβαινε.

– Στα Λιμάνια, Σαμ, είπε ο Φρόντο.

– Κι εγώ δεν μπορώ νά ’ρθω.

– Οχι, Σαμ. Όχι ακόμα, οπωσδήποτε, όχι πιο πέρα απ’ τα Λιμάνια. Μόλο που ήσουν κι εσύ Δαχτυλιδοκουβαλητής, έστω και για λίγο. Μπορεί να έρθει η ώρα σου. Μην πολυλυπάσαι, Σαμ. Δεν μπορεί να ’σαι πάντα κομμένος στα δύο. Θα πρέπει να ’σαι ένας κι ολόκληρος, για πολλά χρόνια. Έχεις πολλά να χαρείς και να γίνεις και να κάνεις.

– Μα, είπε ο Σαμ, και δάκρυα φάνηκαν στα μάτια του, εγώ νόμισα πως θα ευχαριστιόσουν στο Σάιρ κι εσύ, για χρόνια πολλά, ύστερα απ’ όσα έχεις κάνει.

– Το ίδιο νόμιζα κι εγώ, κάποτε. Αλλά έχω πληγωθεί πολύ βαθιά, Σαμ. Προσπάθησα να σώσω το Σάιρ και σώθηκε, όχι όμως για μένα. Έτσι πρέπει συχνά να συμβαίνει, Σαμ, όταν υπάρχει κίνδυνος... κάποιος πρέπει να χάσει, να τα εγκαταλείψει, για να τα κρατήσουν οι υπόλοιποι. Εσύ όμως είσαι ο κληρονόμος μου – όλα όσα είχα και μπορεί να είχα αποκτήσει τ’ αφήνω σ’ εσένα. Κι εσύ έχεις και τη Ρόζι και την Έλανορ· και θά ’ρθει κι ο νεαρός Φρόντο κι η μικρή Ρόζι, ο Μέρι, η Χρυσομαλλούσα και ο Πίπιν κι ίσως κι άλλοι, που δεν μπορώ να δω. Τα χέρια σου κι η εξυπνάδα σου θα χρειάζονται παντού. Θα γίνεις ο Δήμαρχος, φυσικά, για όσον καιρό θέλεις και ο πιο διάσημος κηπουρός της ιστορίας· και θα διαβάζεις το Κόκκινο Βιβλίο και θα διατηρείς τη μνήμη ζωντανή μιας εποχής που έφυγε, για να θυμάται ο κόσμος το Μεγάλο Κίνδυνο και ν’ αγαπούν περισσότερο την αγαπημένη τους γη. Κι αυτά θα σε κάνουν πολυάσχολο κι ευτυχισμένο, όσο ο καθένας μπορεί, για όσον καιρό ο ρόλος σου στην Ιστορία συνεχίζεται. »Έλα τώρα, πάμε!

Τότε ο Έλροντ και η Γκαλάντριελ προχώρησαν γιατί η Τρίτη Εποχή τελείωσε και οι Μέρες των Δαχτυλιδιών πέρασαν και ήρθε το τέλος της ιστορίας και του τραγουδιού εκείνων των ημερών. Μαζί τους πήγαν πολλά Ξωτικά της Υψηλής Γενιάς, που δεν ήθελαν να μείνουν πια στη Μέση-γη· κι ανάμεσά τους, γεμάτοι μια ευλογημένη λύπη και δίχως πίκρα, πήγαιναν ο Σαμ, ο Φρόντο κι ο Μπίλμπο, και τα Ξωτικά ήταν τρισευτυχισμένα που τους τιμούσαν.

Μόλο που διέσχιζαν καταμεσής το Σάιρ όλο το βράδυ και τη νύχτα, κανείς δεν τους είδε να περνούν, εκτός από αγρίμια· ή εδώ κι εκεί κάποιος που πλανιόταν στο σκοτάδι είδε ένα φευγαλέο λαμπύρισμα κάτω από τα δέντρα ή μια φωτοσκίαση να κυλάει στο γρασίδι καθώς το Φεγγάρι προχωρούσε δυτικά. Κι όταν διέσχισαν το Σάιρ, περνώντας από τα νότια όρια των Άσπρων Κάμπων, έφτασαν στους Μακρινούς Κάμπους και στους Πύργους και είδαν τη μακρινή Θάλασσα· κι έτσι κατέβηκαν τέλος στα Μίθλοντ, τα Γκρίζα Λιμάνια, στο μακρόστενο κόλπο του Λουν.

Όταν πλησίασαν τις πύλες ο Σίρνταν ο Ναυπηγός βγήκε να τους υποδεχτεί. Ήταν πολύ ψηλός και η γενειάδα του μακριά κι ήταν γκρίζος και ηλικιωμένος, τα μάτια του όμως ήταν λαμπερά σαν άστρα· τους κοίταξε και υποκλίθηκε και είπε: