Выбрать главу

»Αλλά η Ιβόργουεν, η γυναίκα του, που είχε κι εκείνη το χάρισμα της προοράσεως, απάντησε:

»– Τότε ένας λόγος παραπάνω να βιαστούμε! Οι μέρες σκοτεινιάζουν και έρχεται καταιγίδα και μεγάλα πράγματα πρόκειται να επέλθουν. Αν αυτοί οι δύο παντρευτούν τώρα, μπορεί να γεννηθεί ελπίδα για το λαό μας· αν όμως καθυστερήσουν, η ελπίδα δε θά ’ρθει όσο διαρκεί αυτή η εποχή.

»Κι έτσι συνέβηκε, όταν ο Άραθορν και η Γκιλράεν ήταν ένα μόνο χρόνο παντρεμένοι, να πιάσουν τον Άραντορ οι γίγαντες των λόφων στα Κόλντφελς, βόρεια του Σκιστού Λαγκαδιού, και να τον σκοτώσουν και ο Άραθορν έγινε αρχηγός των Ντούνεντεν. Την επόμενη χρονιά η Γκιλράεν του έκανε ένα γιο που τον ονόμασαν Άραγκορν. Αλλά ο Άραγκορν ήταν μόλις δύο χρονών όταν ο Άραθορν έλαβε μέρος σε μία επιδρομή εναντίον των Ορκ μαζί με τους γιους τού Έλροντ και σκοτώθηκε από ένα βέλος-ορκ, που του διαπέρασε το μάτι· κι έτσι αποδείχτηκε πραγματικά σύντομη η ζωή του για κάποιον του λαού του, αφού ήταν μόνο εξήντα χρονών όταν έπεσε.

»Ο Άραγκορν τότε, όντας τώρα ο Κληρονόμος του Ισίλντουρ, πήγε με τη μητέρα του να ζήσει στο σπίτι του Έλροντ· και ο Έλροντ πήρε τη θέση του πατέρα του και τον αγάπησε, λες και ήταν δικός του γιος. Τον έλεγαν όμως Εστέλ, δηλαδή «Ελπίδα» και το πραγματικό του όνομα και η καταγωγή του κρατήθηκαν κρυφά σύμφωνα με εντολή του Έλροντ· γιατί οι Σοφοί τότε ήξεραν ότι ο Εχθρός ζητούσε ν’ ανακαλύψει τον Κληρονόμο του Ισίλντουρ, αν είχε απομείνει κανένας στη γη.

»Αλλά όταν ο Εστέλ ήταν μόνο είκοσι χρονών, έτυχε να γυρίσει στο Σκιστό Λαγκάδι ύστερα από μεγάλα κατορθώματα μαζί με τους γιους του Έλροντ· κι ο Έλροντ τον κοίταξε και ήταν ευχαριστημένος, γιατί είδε πως ήταν όμορφος και ευγενής και είχε ανδρωθεί γρήγορα, αν και θα μεγάλωνε ακόμα και στο μυαλό και στο σώμα. Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, ο Έλροντ τον προσφώνησε με το αληθινό του όνομα και του είπε ποιος ήταν και τίνος ήταν γιος· και του παρέδωσε τα κειμήλια του οίκου του.

»— Εδώ είναι το δαχτυλίδι του Μπαραχίρ, είπε, το σύμβολο της μακρινής μας συγγένειας· κι εδώ είναι επίσης τα κομμάτια του Νάρσιλ. Μ’ αυτά μπορείς στο μέλλον να κάνεις μεγάλα κατορθώματα· γιατί προβλέπω ότι η διάρκεια της ζωής σου θα είναι μεγαλύτερη από το μέτρο των Ανθρώπων, εκτός και σε βρει κακό ή αποτύχεις στη δοκιμασία. Η δοκιμασία όμως θα είναι σκληρή και μακρόχρονη. Το σκήπτρο της Ανούμινας θα το κρατήσω, γιατί θα πρέπει να το κερδίσεις.

»Την επόμενη μέρα. την ώρα που έπεφτε ο ήλιος, ο Άραγκορν περπατούσε μοναχός στο δάσος κι η καρδιά του ήταν φουσκωμένη από χαρά’ και τραγουδούσε, γιατί ήταν γεμάτος ελπίδα κι ο κόσμος ήταν όμορφος. Και ξαφνικά, εκεί που τραγουδούσε, είδε μια κοπέλα να περπατά ανάμεσα στους άσπρους κορμούς των σημύδων αυτός σταμάτησε μαγεμένος, νομίζοντας πως είχε κατά λάθος μπει σε κάποιο όνειρο ή ότι είχε λάβει το χάρισμα των Εωτικο-ραψωδών, που μπορούν να κάνουν αυτά που τραγουδούν να εμφανίζονται μπροστά στα μάτια αυτών που ακούν.

»Γιατί ο Άραγκορν τραγουδούσε ένα κομμάτι της Ωδής της Λούθιεν, που μιλάει για τη συνάντηση της Λούθιεν και του Μπέρεν στο δάσος του Νέλντορεθ. Και να! η Λούθιεν περπατούσε μπροστά στα μάτια του στο Σκιστό Λαγκάδι, ντυμένη με μια φορεσιά ασημένια και γαλάζια, πανέμορφη σαν το δειλινό στην πατρίδα των Ξωτικών τα μαύρα της μαλλιά ανέμιζαν στο ξαφνικό αγέρι και στο μέτωπό της είχε πετράδια σαν αστέρια.

»Για μια στιγμή ο Άραγκορν την ατένιζε σιωπηλός, αλλά από το φόβο μη τυχόν φύγει και δεν την ξαναδεί, της φώναξε λέγοντας Τινουβιέλ, Τινουβιέλ! ακριβώς όπως είχε κάνει ο Μπέρεν τις Παλιές Μέρες, πολύ παλιά.

»Τότε η κοπέλα γύρισε προς το μέρος του και χαμογέλασε και είπε:

»– Ποιος είσαι; Και γιατί με φωνάζεις μ’ αυτό το όνομα;

»Κι αυτός απάντησε;

»— Γιατί πίστεψα πως ήσουν στ’ αλήθεια η Λούθιεν Τινουβιέλ, για την οποία τραγουδούσα. Αλλά αν δεν είσαι αυτή, τότε της μοιάζεις πάρα πολύ.

»– Πολλοί το έχουν πει αυτό, του απάντησε σοβαρά. Όμως, εγώ) δεν έχω το όνομά της. Αν και ίσως η μοίρα μου να μη διαφέρει από τη δική της. Αλλά εσύ ποιος είσαι;

»– Με είπαν Εστέλ, είπε· είμαι όμως ο Άραγκορν, ο γιος του Άραθορν, ο Κληρονόμος του Ισίλντουρ, Άρχοντας των Ντούνεντεν κι όμως καθώς μιλούσε ένιωσε ότι η ευγενική του καταγωγή, για την οποία είχε νιώσει τόση χαρά, τώρα δεν άξιζε και πολλά, και δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με την αξιοπρέπεια και την ομορφιά της.

»Αλλά εκείνη γέλασε χαρούμενα και είπε:

»— Τότε έχουμε μακρινή συγγένεια. Γιατί είμαι η Άργουεν, η κόρη του Έλροντ, και με φωνάζουν επίσης Αντόμιελ.

»– Συχνά βλέπουμε, είπε ο Άραγκορν, ότι σε μέρες πονηρές οι άνθρωποι κρύβουν το μεγαλύτερό τους θησαυρό. Θαυμάζω όμως τον Έλροντ και τους αδελφούς σου· γιατί, μόλο που ζω σ’ αυτό το σπίτι από παιδάκι, δεν άκουσα ποτέ ούτε κουβέντα για σένα. Πώς και δεν ξαναέχουμε συναντηθεί; Μη μου πεις πως ο πατέρας σου σε είχε κλειδωμένη στο θησαυροφυλάκιο του;