– Τα Μονοπάτια των Νεκρών! είπε ο Θέοντεν και τρεμούλιασε. Γιατί μιλάς γι’ αυτά;
Ο Έομερ γύρισε και κοίταξε τον Άραγκορν και στο Μέρι φάνηκε πως τα πρόσωπα των Καβαλάρηδων, που άκουσαν, χλώμιασαν σ’ αυτά τα λόγια.
– Αν στ’ αλήθεια υπάρχουν αυτά τα μονοπάτια, είπε ο Θέοντεν, η είσοδός τους βρίσκεται στο Ντάνχάροου· αλλά κανένας ζωντανός δεν μπορεί να την περάσει.
– Αλίμονο! φίλε μου Άραγκορν! είπε ο Έομερ. Έλπιζα πως θα πηγαίναμε στον πόλεμο μαζί· αλλά αν ζητάς τα Μονοπάτια των Νεκρών, τότε έφτασε η ώρα του χωρισμού μας, και είναι μικρή η πιθανότητα να ξανασυναντηθούμε στο φως του Ήλιου.
– Εγώ, όμως, αυτόν το δρόμο θα πάρω, είπε ο Άραγκορν. Αλλά, σου λέω, Έομερ, πως στη μάχη μπορεί να ξανασυναντηθούμε, μόλο που όλος ο στρατός της Μόρντορ μπορεί να βρίσκεται ανάμεσά μας.
– Θα πράξεις όπως επιθυμείς, άρχοντα Άραγκορν, είπε ο Θέοντεν. Ίσως να είναι το πεπρωμένο σου να περάσεις παράξενους δρόμους, που άλλοι δεν αποτολμούν. Αυτός ο χωρισμός με θλίβει και οι δυνάμεις μου ελαττώνονται απ’ αυτόν τώρα όμως πρέπει να πάρω τα μονοπάτια των βουνών και να μην καθυστερώ άλλο. Έχε γεια!
– Έχε γεια, άρχοντα! είπε ο Άραγκορν. Πήγαινε για τη μεγάλη δόξα! Έχε γεια, Μέρι! Σε αφήνω σε καλά χέρια, καλύτερα απ’ ό,τι ελπίζαμε, όταν καταδιώκαμε τους ορκ ως το Φάνγκορν. Ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι θα εξακολουθήσουν την καταδίωξη μαζί μου, ελπίζω· αλλά δε θα σε ξεχάσουμε.
– Αντίο! είπε ο Μέρι.
Δεν έβρισκε τίποτ’ άλλο να πει. Ένιωθε πολύ μικρός και ήταν μπερδεμένος και στεναχωρημένος μ’ όλα αυτά τα θλιβερά λόγια. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά του έλειπε η ακαταμάχητη ευθυμία του Πίπιν. Οι Ιππείς ήταν έτοιμοι και τα άλογά τους αδημονούσαν ήθελαν να ξεκινήσουν και να ξεμπερδεύουν.
Ο Θέοντεν τώρα μίλησε στον Έομερ και, σηκώνοντας το χέρι του ψηλά, φώναξε δυνατά και μ’ αυτή τη φωνή οι Καβαλάρηδες ξεκίνησαν. Πέρασαν το Χαντάκι και κατηφόρισαν το Φαράγγι και ύστερα, στρίβοντας γρήγορα ανατολικά, πήραν το μονοπάτι που ακολουθούσε τους πρόποδες των λόφων για ένα μίλι περίπου, ώσπου, στρίβοντας νότια, περνούσε ανάμεσα απ’ τους λόφους και χανόταν. Ο Άραγκορν πήγε ως το Χαντάκι και αγνάντευε, ώσπου οι άντρες του βασιλιά ξεμάκρυναν στο Λαγκάδι. Ύστερα γύρισε στο Χάλμπαραντ.
– Πάνε τρεις που αγαπώ και τον μικρότερο όχι λιγότερο, είπε. Δεν ξέρει πού θα καταλήξει· αλλά κι αν ήξερε, πάλι θα προχωρούσε.
– Είναι μικρόσωμος λαός, αλλά αξίζουν πολλά ο κόσμος του Σάιρ, είπε ο Χάλμπαραντ. Πολύ λίγο ξέρουν τους μακρόχρονους κόπους μας για την ασφάλεια των συνόρων τους, αλλά χαλάλι τους.
– Και τώρα οι μοίρες μας είναι δεμένες μαζί, είπε ο Άραγκορν. Κι όμως, αλίμονο! εδώ έπρεπε να χωρίσουμε. Λοιπόν, πρέπει κάτι να φάω και ύστερα πρέπει κι εμείς να βιαστούμε. Ελάτε, Λέγκολας, Γκίμλι! Πρέπει να σας μιλήσω τώρα που θα τρώω.
Μαζί γύρισαν πίσω στο Φρούριο· για αρκετή ώρα όμως ο Άραγκορν καθόταν σιωπηλός στο τραπέζι της τραπεζαρίας και οι άλλοι τον περίμεναν να μιλήσει.
– Έλα! είπε ο Λέγκολας τέλος. Μίλησε να ξαλαφρώσεις και ν’ αποτινάξεις τη σκιά! Τι έχει συμβεί από τότε που ξανάρθαμε σ’ αυτό το άγριο μέρος τα χαράματα;
– Μια μάχη κάπως πιο σκληρή για μένα από τη μάχη του Φρουρίου της Σάλπιγγας, απάντησε ο Άραγκορν. Κοίταξα στη Σφαίρα του Όρθανκ, φίλοι μου.
– Κοίταξες σ’ αυτή την καταραμένη μαγική σφαίρα! ξεφώνισε ο Γκίμλι με φόβο κι έκπληξη. Είπες τίποτα σε... αυτόν; Ακόμα κι ο Γκάνταλφ φοβόταν αυτή τη συνάντηση.
– Ξέχασες σε ποιον μιλάς, είπε ο Άραγκορν αυστηρά και τα μάτια του γυάλισαν. Δε δήλωσα φανερά τον τίτλο μου μπροστά στις πύλες του Έντορας; Τι φοβάσαι πως θα μπορούσα να του πω; Όχι, Γκίμλι, είπε με μαλακότερη φωνή και η αγριάδα έφυγε απ’ το πρόσωπό του κι έμοιαζε σαν κάποιος που έχει υποφέρει πόνους νύχτες πολλές ξάγρυπνος. Όχι, φίλοι μου, εγώ είμαι ο νόμιμος κύριος της Σφαίρας και είχα και το δικαίωμα και τη δύναμη να τη χρησιμοποιήσω, ή έτσι έκρινα. Το δικαίωμα δεν αμφισβητείται. Η δύναμη ήταν αρκετή – μόλις.
Πήρε μια βαθιά αναπνοή;
– Ήταν σκληρός αγώνας και η κούραση αργεί να φύγει. Δεν του είπα ούτε λέξη και στο τέλος κατάφερα να αποσπάσω τη Σφαίρα στη δική μου θέληση. Και μόνον αυτό θα του στοιχίσει πολύ. Και με είδε. Ναι, κύριε Γκίμλι, με είδε, αλλά με διαφορετική όψη απ’ ό,τι με βλέπετε εσείς εδώ. Αν αυτό τον Βοηθήσει, τότε έκανα κακό. Αλλά δεν το νομίζω. Το να μάθει πως ζούσα και περπατούσα στη γη ήταν μεγάλο πλήγμα, έχω τη γνώμη’ γιατί δεν το ήξερε ως τώρα. Τα μάτια στο Όρθανκ δεν είδαν μέσα απ’ την πανοπλία του Θέοντεν ο Σόρον όμως δεν έχει ξεχάσει τον Ισίλντουρ και το σπαθί του Έλεντιλ. Τώρα πάνω στην ώρα των μεγάλων του σχεδίων ο κληρονόμος του Ισίλντουρ και το Σπαθί αποκαλύπτονται· γιατί του έδειξα την ξανασυγκολλημένη λάμα. Δεν είναι τόσο πανίσχυρος ακόμα, ώστε να μη φοβάται· όχι, η αμφιβολία συνέχεια τον τρώει.