Выбрать главу

– Έλαβα αυτό, είπε ο Ντένεθορ, και αφήνοντας το σκήπτρο του σήκωσε από τα πόδια του αυτό που κοίταζε.

Σε κάθε χέρι του κρατούσε το μισό απ’ το μεγάλο βούκινο που ήταν κομμένο στη μέση: ένα Βούκινο από κέρατο αγριοβουβάλου δεμένο με ασήμι.

– Αυτό είναι το βούκινο που είχε πάντα μαζί του ο Μπορομίρ! φώναξε ο Πίπιν.

– Σωστά, είπε ο Ντένεθορ. Και όταν ήταν η σειρά μου το κρατούσα εγώ, όπως και ο κάθε πρωτότοκος γιος της οικογένειάς μας, από χρόνια αμνημόνευτα, πριν λείψουν οι βασιλιάδες, από τότε που ο Βοροντΐλ, ο πατέρας του Μάρντιλ, σκότωσε το άγριο βουβάλι του Αρό στα μακρινά λιβάδια του Ρουν. Το άκουσα να σαλπίζει αχνά στα βορινά σύνορα πριν δεκατρείς μέρες και ο Ποταμός μού το έφερε κομματιασμένο: δε θα σαλπίσει πια.

Σταμάτησε κι έπεσε βαριά σιωπή. Ξαφνικά γύρισε τη μαύρη ματιά του στον Πίπιν.

– Κι εσύ τι λες γι’ αυτό, Ανθρωπάκι;

– Δεκατρείς, δεκατρείς μέρες, κόμπιασε ο Πίπιν. Ναι, τόσες θα ’ναι νομίζω. Ναι, στεκόμουν πλάι του, καθώς φυσούσε το βούκινο. Αλλά δεν ήρθε βοήθεια. Μόνο κι άλλοι ορκ.

– Λοιπόν, είπε ο Ντένεθορ, κοιτάζοντας διαπεραστικά τον Πίπιν στο πρόσωπο. Ήσουν εκεί; Πες μου κι άλλα! Γιατί δεν ήρθε βοήθεια; Και πώς γλίτωσες εσύ, ενώ αυτός όχι, μόλο που ήταν τέτοιο μεγαλόσωμο παλικάρι και μόνο ορκ τον πολεμούσαν;

Ο Πίπιν κοκκίνισε και ξέχασε το φόβο του.

– Κι ο πιο δυνατός άντρας μπορεί να σκοτωθεί μ’ ένα βέλος, είπε· και ο Μπορομίρ τρυπήθηκε από πολλά. Την τελευταία φορά που τον είδα είχε πέσει πλάι σ’ ένα δέντρο κι έβγαζε ένα μαυρόφτερο βέλος απ’ το πλευρό του. Ύστερα λιποθύμησα και μ’ έπιασαν αιχμάλωτο. Δεν τον είδα πια και δεν ξέρω τίποτ’ άλλο. Όμως τιμώ τη μνήμη του, γιατί ήταν πολύ γενναίος. Πέθανε για να μας σώσει, το συγγενή μου το Μέριαντοκ κι εμένα, που πέσαμε σε ενέδρα στα δάση απ’ τους στρατιώτες του Μαύρου Άρχοντα· και μόλο που έπεσε κι απέτυχε, η ευγνωμοσύνη μου δεν είναι λιγότερη.

Ύστερα ο Πίπιν κοίταξε το γέροντα κατάματα, γιατί η περηφάνια του είχε παράξενα θιγεί, κι εξακολουθούσε να τον τσούζει η περιφρόνηση και η υποψία εκείνης της παγωμένης φωνής.

– Το δίχως άλλο μικρή υπηρεσία, ένας τόσο μεγάλος άρχοντας των Ανθρώπων θα φανταστεί πως μπορεί να του προσφέρει ένας χόμπιτ, ένας μικρούλης απ’ το βορινό Σάιρ· πάντως, ό,τι κι αν είναι, θα την προσφέρω, για να ξεπληρώσω το χρέος μου.

Παραμερίζοντας· τον γκρίζο του μανδύα ο Πίπιν τράβηξε το μικρό του σπαθί και το έβαλε στα πόδια του Ντένεθορ.

Ένα χλωμό χαμόγελο, σαν κρύα ηλιαχτίδα χειμωνιάτικου δειλινού, φάνηκε φευγαλέα στο πρόσωπο του γέροντα· αλλά έσκυψε το κεφάλι του κι άπλωσε το χέρι του αφήνοντας κατά μέρος τα κομμάτια του Βούκινου.

– Δώσε μου το όπλο! είπε.

Ο Πίπιν το σήκωσε και του το πρότεινε με τη λαβή μπροστά.

– Από πού προέρχεται αυτό; είπε ο Ντένεθορ. Πολλά, πολλά χρόνια το βαραίνουν. Αυτή η λεπίδα έχει σφυρηλατηθεί από ανθρώπους της γενιάς μας στο Βοριά, πολύ παλιά, έτσι δεν είναι;

– Προέρχεται από τους θολωτούς τάφους που βρίσκονται στα σύνορα της πατρίδας μου, είπε ο Πίπιν. Αλλά τώρα μόνο απαίσιοι βρικόλακες κατοικούν εκεί και δε θα ’λεγα μ’ ευχαρίστηση περισσότερα γι’ αυτούς.

– Βλέπω πως παράξενες ιστορίες πλέκονται γύρω απ’ το άτομό σου, είπε ο Ντένεθορ, κι έτσι γι’ άλλη μια φορά αποδεικνύεται πως η εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου – ή του μικρούλη – μπορεί να απατά. Δέχομαι τις υπηρεσίες σου. Γιατί δε σε πτοούν τα λόγια· και μιλάς ευγενικά, μόλο που η προφορά σου ακούγεται παράξενα σ’ εμάς τους νότιους. Και θα χρειαστούμε όλους όσους έχουν ευγενικούς τρόπους, μεγάλους ή μικρούς, στις μέρες που έρχονται. Δώσε μου τον όρκο τώρα!

– Πάρε τη λαβή του σπαθιού, είπε ο Γκάνταλφ, και να επανυλαμβάνεις αυτά που θα λέει ο Άρχοντας, αν το έχεις αποφασίσει.

– Το έχω, είπε ο Πίπιν.

Ο γέροντας έβαλε το σπαθί στα γόνατά του κι ο Πίπιν ακούμπησε το χέρι του στη λαβή και επαναλάμβανε αργά μετά τον Ντένεθορ.

– Εδώ δίνω όρκο πίστεως και υποταγής στην Γκόντορ και στον Άρχοντα και Επίτροπο της επικράτειας, να μιλώ και να σιωπώ, να εργάζομαι και να αργώ, να πηγαίνω και να έρχομαι, σε καιρό φτώχειας ή αφθονίας, ειρήνης ή πολέμου, ζωντανός ή ξεψυχώντας από την ώρα αυτή και στο εξής, ωσότου ή να με απαλλάξει ο κύριός μου, ή να με πάρει ο θάνατος ή να έλθει η συντέλεια του κόσμου. Έτσι δίνω το λύγο μου εγώ. ο Πέρεγκριν γιος του Πάλαντιν από το Σάιρ, τη χώρα των Μικρούληδων.

»Και αυτά τα ακούω, Ντένεθορ γιε του Εκτέλιον. Άρχοντα της Γκόντορ, Επίτροπε του Υψηλού Βασιλέα, και δε θα τα λησμονήσω, ούτε θα παραλείψω να ανταποδώσω αυτό το οποίο δίδεται: υποταγή με αγάπη, ανδρεία με τιμή. επιορκία με εκδίκηση.