Выбрать главу

Robert Jordan

Ο Οφθαλμός του Κόσμου

Εισαγωγή

Ο Τροχός Υφαίνει, όπως ο Τροχός το Θέλει

Ο κόσμος θα σου βάλει ένα αγκίστρι στο στόμα. Θα πας να κυνηγήσεις το ηλιοβασίλεμα, περίμενε και θα δεις... και αν ποτέ γυρίσεις στο χωριό σου, δεν Θα σε χωρά.

Να τι βλέπει ο Οφθαλμός του Κόσμου: τον ανοιχτό δρόμο που οδηγεί στην περιπέτεια. Μακριά από την πληκτική καθημερινότητα, μακριά από την τετριμμένη βάσανο των ημερών — κατευθείαν σε κινδύνους ψυχής, σε απειλές, σε παιχνίδια αρχέγονα όπου διακυβεύεται η ύπαρξη όχι μόνο ενός ανθρώπου αλλά ολόκληρου του κόσμου καθώς το Κακό ξυπνά και δείχνει τα δόντια του. Σύντομα ο Ραντ και η συντροφιά του θα λαχταρήσουν τη μακρινή καθημερινότητα που ήταν ο παράδεισός τους ώσπου έφαγαν το μήλο της γνώσης.

Ο Οφθαλμός του Κόσμου ξεκινά απατηλά απλά: στην Τρίτη Εποχή του κόσμου, ένα όμορφο, απομονωμένο χωριουδάκι, μια παρέα φίλων. Και μετά, δυο παράξενοι επισκέπτες. Και μετά, μια απειλή. Και μετά... Και μετά... Ο Ρόμπερτ Τζόρνταν συνεχώς μας παρουσιάζει εκπλήξεις και μεγαλώνει τις προσδοκίες μας. Ήρωάς μας είναι ο Ραντ αλ’Θορ, ο νεαρός που αναγκάζεται να επιδοθεί σε μια αναζήτηση που τον πάει ως την άκρη του κόσμου, να κάνει καινούργιους φίλους και να αντιμετωπίσει αποτρόπαιους εχθρούς, να δει μέρη θαυμαστά που είχε διαβάσει γι’ αυτά μονάχα σε παλιά παραμύθια, να ανακαλύψει τον πραγματικό του εαυτό και το λαμπρό κι αβέβαιο πεπρωμένο του. Μαζί του, ο αναγνώστης θα τα βάλει με δαιμονικές ορδές, θα δει πόλεις έρημες από χιλιάδες χρόνια και βασίλεια στην μεθόριο του πολιτισμού που αντιμάχονται το κακό, θα γνωρίσει ήρωες από το παρελθόν που ρίχνουν ακόμα τη σκιά τους, θα δώσει μάχες για την τιμή και για την αγάπη.

Δεν είναι ανάγκη να πει κανείς πολλά για αυτό το μυθιστόρημα, το πρώτο στη σειρά του Τροχού του Χρόνου. Στον απόηχο του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, έχουμε εδώ την αρχή ενός μεγάλου ταξιδιού που μάγεψε εκατομμύρια αναγνώστες σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Είναι ένα μυθιστόρημα-ποταμός, στο οποίο ο Τζόρνταν μας παρουσιάζει ένα εκπληκτικό κόσμο με βάθος χρόνου αρκετών χιλιετιών, μαστορικά υφασμένο, ακαταμάχητο στη σύλληψη και καθηλωτικό στην εξέλιξη: τα περασμένα μεγαλεία του Άρτουρ του Γερακόφτερου, η οργάνωση των Άες Σεντάι, τα μιλιούνια των τερατόμορφων Τρόλοκ, η ανδρεία των απλών ανθρώπων, ο Σκοτεινός, οι νύξεις μιας εποχής ηρωισμού που υπήρξε και που ίσως ξαναρθεί· είναι πλήθος οι λεπτομέρειες που υφαίνει ο συγγραφέας, άλλες πρωτότυπες κι άλλες αντλημένες από ποικίλες πηγές — Κελτικοί μύθοι, Τεύτονες ιππότες, Ιαπωνικές παραδόσεις, μοναστικά τάγματα του Μεσαίωνα. Μα στο κέντρο όλων βρίσκεται ένα από τα πιο παλιά μοτίβα: η μάχη του Καλού και του Κακού, και ένα από τα πιο γνωστά θέματα: ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς. Αυτό το δρόμο ακολουθούν οι αναγνώστες, μασώντας τα νύχια από αγωνία.

Ο Ρόμπερτ Τζόρνταν (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του James Oliver Rigney Jr.) γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου του 1948, στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας των ΗΠΑ. Υπηρέτησε στο Βιετνάμ από το 1968 ως το 1970, όπου παρασημοφορήθηκε. Αρχικά έγραψε ιστορικά μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Regan O’Neal, ξεκινώντας με το The Fallon Blood (1968) και το γουέστερν Cheyenne Raiders (1982) με το όνομα Jackson O’Reilly, και αργότερα μυθιστορήματα με πρωταγωνιστή τον Κόναν, τον γνωστό ήρωα που δημιούργησε ο Ρόμπερτ Χάουαρντ. Όμως το κύριο δημιούργημά του είναι η σειρά του Τροχού του Χρόνου, για το ξεκίνημα της οποίας λέει ότι ”...αναρωτιόμουν πώς θα ήταν να σε χτυπήσουν στον ώμο και να σου πουν ότι γεννήθηκες για να αναλάβεις μια σπουδαία αποστολή, ότι αυτό θα ήταν το αναπόφευκτο πεπρωμένο σου παρά τις όποιες δικές σου επιθυμίες”. Ανάμεσα στους αγαπημένους του συγγραφείς συγκαταλέγονται οι Ρόμπερτ Χάινλαϊν, Λούις Λ’ Αμούρ, Τζέην Ώστεν, Κάρολος Ντίκενς.

Ο Οφθαλμός τον Κόσμου (The Eye of the World) εκδόθηκε το 1990. Ήταν η αρχή της σειράς του Τροχού του Χρόνου, που ως τώρα περιλαμβάνει συνολικά εννιά μυθιστορήματα, ενώ το δέκατο, το The Crossroads of Twilight, αναμένεται να κυκλοφορήσει στα τέλη του 2002.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το Όρος του Δράκοντα

Το παλάτι ακόμα σειόταν που και πού, στέναζε, σαν να ήθελε να αρνηθεί αυτό που είχε συμβεί, ενώ η γη μούγκριζε, σαν να θυμόταν. Οι ηλιαχτίδες, που χύνονταν από τις ραγισματιές των τοίχων, έκαναν τους κόκκους της σκόνης να λαμπυρίζουν, εκεί που ακόμα κρέμονταν στον αέρα. Καψίματα σημάδευαν τους τοίχους, τα πατώματα, τα ταβάνια. Φαρδιές μαύρες κηλίδες χάραζαν τα φουσκαλιασμένα χρώματα και τα χρυσά στολίσματα των τοιχογραφιών, που άλλοτε άστραφταν, καπνιά έκρυβε τα καταρρέοντα διαζώματα, τα οποία παρίσταναν ανθρώπους και ζώα, που έμοιαζαν σαν να είχαν προσπαθήσει να απομακρυνθούν, πριν γαληνέψει η τρέλα. Οι νεκροί κείτονταν παντού, άνδρες και γυναίκες και παιδιά, που πάνω στη φυγή τους είχαν χτυπήσει οι αστραπές, που είχαν ξεσπάσει σε όλους τους διαδρόμους, ή τους είχαν προφτάσει οι φωτιές που τους καταδίωκαν, ή είχαν βυθιστεί στις πλάκες του παλατιού, στις πλάκες που είχαν γίνει ρευστές και κύλησαν ψάχνοντας, ζωντανές θαρρείς, προτού σταθούν πάλι ασάλευτες. Σ’ αλλόκοτη αντίστιξη, τα θαυμάσια πολύχρωμα καλύμματα και οι πίνακες κρέμονταν απείραχτα, με μόνη εξαίρεση όσα βρίσκονταν σε μέρη που οι τοίχοι είχαν φουσκώσει, στραβώνοντάς τα. Λεπτοσκαλισμένα έπιπλα, στολισμένα με φίλντισι και χρυσάφι, έστεκαν άθικτα παντού, εκτός από κει που τα πατώματα είχαν κυματίσει, αναποδογυρίζοντάς τα. Η νοοστρέβλωση είχε χτυπήσει στο κέντρο, αγνοώντας ό,τι ήταν παράμερα.