Выбрать главу

Μόλις βγήκαν στην αυλή του στάβλου, τρεις άνδρες με βρώμικες μουσαμαδένιες ποδιές εμφανίστηκαν στις πλατιές, αψιδωτές πόρτες του πελώριου στάβλου. Ο ένας τους, ένας νευρώδης τύπος που ήταν ο μόνος που δεν κρατούσε δικράνι για κοπριά στα χέρια, βγήκε μπροστά ανεμίζοντας τα χέρια.

“Ε, εσείς! Δεν μπορείτε να μπείτε από δω! Πρέπει να πάτε από μπροστά!”

Το χέρι του Λαν πήγε πάλι στο πουγκί του, αλλά την ίδια στιγμή άλλος ένας άντρας, κοιλαράς σαν τον αφέντη αλ’Βερ, βγήκε βιαστικά από το πανδοχείο. Τούφες μαλλιών πετάγονταν πάνω από τα αυτιά του και η αστραφτερή, κάτασπρη ποδιά του ήταν σίγουρο σημάδι πως αυτός ήταν ο πανδοχέας.

“Δεν πειράζει, Ματς”, είπε ο νεοφερμένος. “Δεν πειράζει. Είναι καλεσμένοι, τους περιμένουμε. Περιποιήσου τα άλογά τους. Πρόσεξέ τα”.

Ο Ματς χτύπησε το μέτωπό του με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του, έπειτα έκανε νόημα στους δύο συντρόφους του να τον βοηθήσουν. Ο Ραντ και οι άλλοι κατέβασαν βιαστικά τα σακίδιά τους και τις κουβέρτες τους και ο πανδοχέας στράφηκε στη Μουαραίν. Υποκλίθηκε βαθιά και μίλησε με ειλικρινές χαμόγελο,

“Καλωσήρθες, κυρά Άλυς. Καλωσήρθες. Χαίρομαι που σας βλέπω και σένα και τον αφέντη Άτρα. Χαίρομαι πολύ. Για να πω την αλήθεια, ανησύχησα, έτσι που τρέχατε στα χωριά, μ’ όλα αυτά που γίνονται. Θέλω να πω, τέτοιες μέρες, που ο καιρός τρελάθηκε και οι λύκοι ουρλιάζουν τα βράδια κοντά στα τείχη”. Χτύπησε και με τα δύο χέρια την ολοστρόγγυλη κοιλιά του και κούνησε το κεφάλι. “Όλο μιλάω και σας πήρα τα αυτιά, αντί να σας πάω μέσα. Ελάτε. Ελάτε. Θα θέλετε ζεστό φαΐ και βολικό κρεβάτι. Και εδώ είναι το καλύτερο στο Μπάερλον. Το απολύτως καλύτερο”.

“Και ζεστό μπάνιο, φαντάζομαι, αφέντη Φιτς;” είπε η Μουαραίν και η Εγκουέν έκανε σαν ηχώ, με λαχτάρα, “Ναι, ναι”.

“Μπάνιο;” είπε ο πανδοχέας. “Το πιο καλό και το πιο καυτό στο Μπάερλον. Ελάτε. Καλωσήρθατε στο Ελάφι και το Λιοντάρι. Καλωσήρθατε στο Μπάερλον”.

14

Το Ελάφι και το Λιοντάρι

Στο εσωτερικό του πανδοχείου επικρατούσε χάος, όπως προμηνούσαν οι ήχοι που ακούγονταν μέχρι έξω. Η ομάδα από το Πεδίο του Έμοντ μπήκε από την πίσω πόρτα, ακολουθώντας τον αφέντη Φιτς και βυθίστηκε σ’ ένα ποτάμι ανδρών και γυναικών, που φορούσαν ποδιές και κρατούσαν ψηλά στα χέρια πιατέλες με φαγητά και δίσκους με ποτά. Οι σερβιτόροι μουρμούριζαν απολογητικά, όταν τους έκοβαν το δρόμο, αλλά δεν βράδυναν το βήμα τους. Ένας άνδρας πήρε βιαστικά οδηγίες από τον αφέντη Φιτς και έσπευσε να εξαφανιστεί.

“Φοβάμαι πως το πανδοχείο είναι σχεδόν πλήρες”, είπε ο πανδοχέας στη Μουαραίν. “Είμαστε ο ένας πάνω στον άλλον. Όλα τα πανδοχεία της πόλης είναι έτσι. Τέτοιο χειμώνα που περάσαμε... ε, μόλις καθάρισε ο καιρός και μπόρεσαν να κατέβουν από τα βουνά, μας κατέκλυσαν —ναι, αυτή είναι η σωστή λέξη- μας κατέκλυσαν άνδρες από τα ορυχεία και μεταλλουργοί, που έλεγαν τις πιο φρικτές ιστορίες. Για λύκους και άλλα χειρότερα. Ιστορίες από κείνες που λένε οι άνδρες, όταν έχουν περάσει μαζί το χειμώνα σε αποκλεισμένο μέρος. Δεν νομίζω να έχει απομείνει κανείς εκεί πάνω, τόσους πολλούς έχουμε εδώ. Αλλά μη φοβάσαι. Μπορεί να είμαστε λιγουλάκι στριμωγμένοι, αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ για σένα και τον αφέντη Άτρα. Και για τους φίλους σου, φυσικά”. Έριξε κανά δυο ματιές όλο περιέργεια στον Ραντ και τους άλλους· με εξαίρεση τον Θομ, τα ρούχα τους έδειχναν ανθρώπους από χωριό και ο Θομ, με το μανδύα Βάρδου που φορούσε, ήταν κι αυτός αλλόκοτος συνταξιδιώτης για την “κυρά Αλυς” και τον “αφέντη Ατρα”. “Να ’σαι σίγουρη, θα κάνω ό,τι μπορώ”.

Ο Ραντ κοίταζε το πανδαιμόνιο γύρω του και παραμέριζε για να μην τον πατήσουν, αν και οι βοηθοί έδειχναν να προσέχουν. Σκέφτηκε τον αφέντη αλ’Βερ και τη γυναίκα του, που κρατούσαν το Πανδοχείο της Οινοπηγής με λίγη βοήθεια από τις κόρες τους.

Ο Ματ και ο Πέριν έσκυψαν και κοίταξαν με ενδιαφέρον την κοινή αίθουσα, απ’ όπου έρχονταν κατά κύματα τα γέλια και τα τραγούδια και οι χαρωπές φωνές, κάθε φορά που άνοιγε η πλατιά πόρτα στην άκρη του διαδρόμου. Ο Πρόμαχος μουρμούρισε ότι ήθελε να μάθει τα νέα, πέρασε με βλοσυρό ύφος την πόρτα που ανοιγόκλεινε και τον κατάπιε η χαρούμενη ατμόσφαιρα.

Ο Ραντ ήθελε να τον ακολουθήσει, αλλά ακόμα πιο πολύ ήθελε να κάνει μπάνιο. Δεν θα έλεγε όχι, αν ήταν να πάει κατευθείαν στον κόσμο που διασκέδαζε, αλλά ήξερε ότι θα εκτιμούσαν περισσότερο την παρουσία του αν ήταν καθαρός. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Ματ και ο Πέριν ένιωθαν το ίδιο· ο Ματ κρυφοξυνόταν.

“Αφέντη Φιτς”, είπε η Μουαραίν, “άκουσα ότι υπάρχουν Τέκνα του Φωτός στο Μπάερλον. Υπάρχει περίπτωση να κάνουν φασαρία;”

“Α, μην ανησυχείς γι’ αυτούς, κυρά Αλυς. Έπιασαν το ίδιο τροπάρι. Λένε ότι υπάρχει μια Άες Σεντάι στην πόλη”. Η Μουαραίν ύψωσε το φρύδι και ο πανδοχέας άπλωσε τα παχουλά χέρια του. “Μην ανησυχείς. Έχουν ξανακάνει το ίδιο κόλπο. Δεν υπάρχει Άες Σεντάι στο Μπάερλον και ο Κυβερνήτης το ξέρει. Οι Λευκομανδίτες νομίζουν ότι, άμα παρουσιάσουν ως Άες Σεντάι κάποια γυναίκα που αυτοί θα ισχυρίζονται ότι είναι Άες Σεντάι, ο κόσμος θα τους αφήσει όλους να περάσουν τα τείχη. Ε, φαντάζομαι ότι μερικοί θα τους άφηναν. Ναι μεν κάποιοι θα τους άφηναν, αλλά οι περισσότεροι ξέρουν τι μαγειρεύουν οι Λευκομανδίτες και υποστηρίζουν τον Κυβερνήτη. Κανένας δεν θέλει να πάθει κακό κάποια άκακη γριούλα για να βρουν τα Τέκνα πρόσχημα και να συδαυλίσουν τα πάθη”.