Выбрать главу

“Χαίρομαι που το ακούω”, είπε ξερά η Μουαραίν. Ακούμπησε το μπράτσο του πανδοχέα. “Η Μιν είναι ακόμα εδώ; Αν είναι, θέλω να της μιλήσω”.

Ο Ραντ δεν άκουσε την απάντηση του αφέντη Φιτς, επειδή τότε κατέφθασαν οι βοηθοί που θα τους οδηγούσαν στα μπάνια. Η Μουαραίν και η Εγκουέν χάθηκαν πίσω από μια παχουλή, χαμογελαστή γυναίκα που κρατούσε μια αγκαλιά πετσέτες. Ο Βάρδος και ο Ραντ και οι φίλοι του ακολούθησαν έναν μικροκαμωμένο μελαχρινό, ονόματι Άρα.

Ο Ραντ δοκίμασε να ρωτήσει τον Αρα για το Μπάερλον, αλλά εκείνος δεν άνοιξε το στόμα του, παρά μόνο για να πει ότι ο Ραντ είχε παράξενη προφορά, όμως η πρώτη θέα της αίθουσας των μπάνιων έδιωξε από το μυαλό του Ραντ κάθε άλλη σκέψη για συζήτηση. Δώδεκα ψηλές, χάλκινες μπανιέρες σχημάτιζαν κύκλο στο πλακοστρωμένο πάτωμα, το οποίο είχε απαλή κλίση προς μια απορροή στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας με τους πέτρινους τοίχους. Πίσω από κάθε μπανιέρα υπήρχε ένα σκαμνί με μια μεγάλη, προσεκτικά διπλωμένη πετσέτα και ένα μεγάλο κομμάτι κίτρινο σαπούνι και μαύρα σιδερένια καζάνια γεμάτα νερό ζεσταίνονταν πάνω σε φωτιές κατά μήκος ενός τοίχου. Στον απέναντι τοίχο, τα ξύλα που καίγονταν μέσα σε ένα βαθύ τζάκι ζέσταιναν κι άλλο την αίθουσα.

“Σχεδόν σαν το Πανδοχείο της Οινοπηγής, στο χωριό”, είπε ο Πέριν, δείχνοντας την πίστη που είχε στον τόπο του, αν και δίχως προσήλωση στην αλήθεια.

Ο Θομ γέλασε κοφτά και ο Ματ χαχάνισε. “Είχαμε έναν Κόπλιν μαζί μας και δεν το ξέραμε”.

Ο Ραντ τράβηξε το μανδύα του και έβγαλε τα ρούχα του, ενώ ο Άρα γέμιζε τέσσερις μπανιέρες. Ο Ραντ διάλεξε μια μπανιέρα και οι άλλοι τον μιμήθηκαν αμέσως. Έβγαλαν τα ρούχα τους και τα πέταξαν ανάκατα στα σκαμνιά και ο Άρα έφερε στον καθέναν τους ένα μεγάλο κουβά με καυτό νερό και μια κουτάλα. Όταν τελείωσε, κάθισε σε ένα σκαμνί κοντά στην πόρτα, έγειρε στον τοίχο με τα χέρια σταυρωμένα και φάνηκε να χάνεται στις σκέψεις του.

Χωρίς να πολυμιλούν σαπουνίστηκαν και έριξαν αχνιστό νερό με τις κουτάλες για να ξεπλύνουν τη λέρα που είχε μαζευτεί όλη τη βδομάδα. Έπειτα, μπήκαν στις μπανιέρες για να μουλιάσουν ο Άρα είχε κάνει το νερό τόσο καυτό, που για να μπουν χρειάστηκαν αργές κινήσεις που τονιζόταν από απολαυστικούς στεναγμούς. Ο αέρας του δωματίου, που ήταν ζεστός, έγινε καυτός και γέμισε ατμούς. Γι’ αρκετή ώρα οι μόνοι ήχοι ήταν κάποιες αργόσυρτες εκπνοές ανακούφισης, καθώς οι σφιγμένοι μύες τους χαλάρωναν και από τα κόκαλα τους έφευγε η παγωνιά, που είχαν καταλήξει να τη θεωρούν μόνιμη.

“Θέλετε τίποτα άλλο;” ρώτησε ξαφνικά ο Αρα. Δεν είχε βάση για να λέει για την προφορά των άλλων τόσο αυτός, όσο και ο αφέντης Φιτς έμοιαζαν να έχουν το στόμα γεμάτο χυλό. “Καμιά πετσέτα ακόμα; Ζεστό νερό;”

“Τίποτα”, είπε ο Θομ με μπουμπουνιστή φωνή. Χωρίς να ανοίξει τα μάτια, ανέμισε τεμπέλικα το χέρι. “Πήγαινε να χαρείς το βράδυ σου. Αργότερα θα φροντίσω να αποζημιωθείς και με το παραπάνω για τις υπηρεσίες σου”. Χαμήλωσε στη μπανιέρα και το νερό τον σκέπασε ολόκληρο, εκτός από τα μάτια και τη μύτη του.

Ο Αρα κοίταξε τα σκαμνιά πίσω από τις μπανιέρες, όπου ήταν στοιβαγμένα τα ρούχα και τα άλλα υπάρχοντά τους. Το βλέμμα του πέρασε από το τόξο, αλλά στάθηκε πιο πολύ στο σπαθί του Ραντ και το τσεκούρι του Πέριν. “Έχει φασαρίες και στα χωριά;” είπε απότομα. “Στα Ποτάμια, πώς τα λέτε;”

“Τους Δύο Ποταμούς”, είπε ο Ματ, προφέροντας καθαρά την κάθε λέξη. “Λέγονται Δύο Ποταμοί. Όσο για τις φασαρίες, τι-”;

“Τι εννοείς, “και στα χωριά”;” ρώτησε ο Ματ. “Υπάρχουν φασαρίες εδώ;”

Ο Πέριν, που απολάμβανε το μπάνιο, μουρμούρισε, “Ωραία! Ωραία!” Ο Θομ ανασηκώθηκε λιγάκι και άνοιξε τα μάτια.

“Εδώ;” Ο Άρα ξεφύσηξε. “Φασαρίες; Δεν είναι φασαρίες οι μπουνιές που πέφτουν ανάμεσα σε μεταλλωρύχους, στους δρόμους αργά τα μεσάνυχτα. Ή όταν...” Σταμάτησε και τους κοίταξε για μια στιγμή. “Εννοούσα φασαρίες, όπως στην Γκεάλνταν”, είπε τελικά. “Μπα, δεν φαντάζομαι. Το μόνο που έχει στα χωριά είναι πρόβατα, ε; Με το συμπάθιο. Θέλω να πω, ότι εκεί έχετε ησυχία. Πάντως, ο χειμώνας ήταν παράξενος. Παράξενα πράγματα στα βουνά. Χτες άκουσα ότι στη Σαλδαία υπάρχουν Τρόλοκ. Αλλά αυτή είναι στις Μεθόριους, ε;” Τελείωσε με το στόμα ανοιχτό, έπειτα το έκλεισε απότομα, δείχνοντας έκπληκτος που είχε πει τόσα.