Выбрать главу

Ο Ραντ είχε ταραχτεί με τη λέξη Τρόλοκ και προσπάθησε να το κρύψει, στύβοντας μια πετσέτα μπροστά στο πρόσωπό του. Χαλάρωσε όταν ο βοηθός συνέχισε να μιλά, αλλά δεν έμειναν όλοι με το στόμα κλειστό.

“Τρόλοκ!” χασκογέλασε ο Ματ. Ο Ραντ του πέταξε νερό, αλλά ο Ματ σκούπισε το πρόσωπό του χαμογελώντας πλατιά. “Κάτσε να σου πω για Τρόλοκ”.

Ο Θομ μίλησε για πρώτη φορά από τη στιγμή που είχε μπει στην μπανιέρα. “Δεν το κόβεις καλύτερα; Βαρέθηκα να μου λες τις ιστορίες μου”.

“Είναι Βάρδος”, είπε ο Πέριν και ο Άρα του έριξε μια περιφρονητική ματιά.

“Τον είδα τον μανδύα του. Θα δώσεις παράσταση;”

“Μια στιγμή”, διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. “Τι θα πει ότι λέω τις ιστορίες του Θομ; Μπας και-;”

“Δεν τις λες τόσο καλά όσο ο Θομ”, τον διέκοψε βιαστικά ο Ραντ και ο Πέριν παρενέβη λέγοντας: “Τις παραστολίζεις, πας να τις κάνεις καλύτερες και δεν σου βγαίνουν”.

“Κι επίσης τις μπερδεύεις”, πρόσθεσε ο Ραντ. “Καλύτερα άσε να τις λέει ο Θομ”.

Μιλούσαν όλοι τόσο γρήγορα, που ο Άρα τους κοίταξε χάσκοντας. Κι ο Ματ, επίσης, είχε σταθεί κοιτάζοντάς τους, σαν να είχαν τρελαθεί όλοι έτσι ξαφνικά. Ο Ραντ αναρωτήθηκε, πώς θα μπορούσε να τον σταματήσει χωρίς να του ορμήξει.

Η πόρτα άνοιξε μ’ ένα πάταγο και μπήκε ο Λαν, με τον καφέ μανδύα του ριγμένο στον ώμο, μαζί με ένα ρεύμα δροσερού αέρα, που για μια στιγμή έκανε την ομίχλη να αραιώσει.

“Λοιπόν”, είπε ο Πρόμαχος, τρίβοντας τα χέρια, “αυτό ακριβώς περίμενα”. Ο Άρα έπιασε έναν κουβά, αλλά ο Λαν του έκανε νόημα να τον αφήσει. “Άσε, θα το κάνω μόνος μου”. Άφησε το μανδύα του σε ένα σκαμνί, έβγαλε το βοηθό από το δωμάτιο, παρά τις διαμαρτυρίες του, και έκλεισε καλά την πόρτα. Περίμενε εκεί μια στιγμή, γέρνοντας το κεφάλι για να αφουγκραστεί και, όταν στράφηκε πάλι προς τους άλλους, η φωνή του ήταν σκληρή και το βλέμμα που έριξε στον Ματ πετούσε φλόγες. “Καλά που γύρισα τώρα, αγρότη. Δεν ακούς όταν σου μιλάνε;”

“Δεν έκανα τίποτα”, διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. “Μόνο για τους Τρόλοκ θα του έλεγα, όχι για...” Σταμάτησε, έγειρε πίσω για να αποφύγει το βλέμμα του Πρόμαχου και ακούμπησε στη ράχη της μπανιέρας.

“Μην μιλάς για τους Τρόλοκ”, είπε ο Λαν με ζοφερό τόνο. “Μην σκέφτεσαι καν τους Τρόλοκ”. Ξεφυσώντας θυμωμένα, άρχισε να γεμίζει μια μπανιέρα. “Μα το αίμα και τις στάχτες, μην το ξεχνάς, ο Σκοτεινός έχει μάτια και αυτιά εκεί που δεν το περιμένεις. Και αν τα Τέκνα του Φωτός μάθαιναν ότι σε κυνηγούν Τρόλοκ, θα τρελαίνονταν για να σε πιάσουν στα χέρια τους. Γι’ αυτούς θα ήταν σαν να χαρακτηριζόσουν Σκοτεινόφιλος. Μπορεί να μην είσαι συνηθισμένος σε αυτά, αλλά μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας μην εμπιστεύεσαι κανέναν, αν δεν σου το έχει πει η κυρά Άλυς, ή εγώ”. Ο Ματ έκανε μια γκριμάτσα, όταν ο Λαν έδωσε τόση έμφαση στο όνομα που χρησιμοποιούσε η Μουαραίν.

“Υπήρχε κάτι που δεν μας έλεγε αυτός ο τύπος”, είπε ο Ραντ. “Κάτι που πίστευε πως ήταν μπελάς, αλλά δεν είπε τι ήταν”.

“Μάλλον τα Τέκνα”, είπε ο Λαν, ενώ έχυνε κι άλλο καυτό νερό στη μπανιέρα του. “Οι πιο πολλοί τους θεωρούν μπελά. Μερικοί όμως όχι, αλλά δεν σας ήξερε καλά και δεν το ρισκάρισε. Δεν ήξερε αν θα τρέχατε να το προφτάσετε στους Λευκομανδίτες”.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι· αυτό το μέρος ήδη φαινόταν χειρότερο από το Τάρεν Φέρυ.

“Είπε ότι υπήρχαν Τρόλοκ στη... στη Σαλδαία δεν είπε;” πρόσθεσε ο Πέριν.

Ο Λαν βρόντηξε τον άδειο κουβά του στο πάτωμα. “Θέλετε σώνει και καλά να το συζητήσετε, ε; Στις Μεθόριους πάντα υπάρχουν Τρόλοκ, σιδερά. Βάλτε το καλά στο μυαλό σας, είμαστε σαν ποντίκια στο χωράφι και δεν θέλουμε την προσοχή κανενός. Αυτό να σκέφτεστε. Η Μουαραίν θέλει να σας πάει όλους στην Ταρ Βάλον ζωντανούς κι εγώ θα το κάνω, αν γίνεται, αλλά, αν πάθει κακό εξαιτίας σας...”

Τελείωσαν το μπάνιο σιωπηλοί και ντύθηκαν αμίλητοι.

Όταν βγήκαν από την αίθουσα με τις μπανιέρες, η Μουαραίν στεκόταν στην άκρη του διαδρόμου, μαζί με μια λιγνή κοπέλα λιγάκι πιο ψηλή. Έτσι τουλάχιστον πίστεψε ο Ραντ, παρ’ όλο που τα μελαχρινά μαλλιά της ήταν κοντοκομμένα και φορούσε ανδρικό πουκάμισο και παντελόνι. Η Μουαραίν κάτι είπε και η κοπέλα έριξε μια σκληρή ματιά στους άνδρες, ένευσε και έφυγε.

“Λοιπόν”, είπε η Μουαραίν καθώς την πλησίαζαν, “είμαι βέβαια πως το μπάνιο σας άνοιξε την όρεξη. Ο αφέντης Φιτς μας έδωσε μια ιδιωτική τραπεζαρία”. Συνέχισε να μιλά για ασημαντότητες, καθώς τους οδηγούσε για τα δωμάτιά τους και για το μεγάλο πλήθος της πόλης και για τον πανδοχέα, που έλπιζε πως ο Θομ θα τιμούσε τους θαμώνες, αν έπαιζε λίγη μουσική και έλεγε κανά-δυο τραγούδια στην κοινή αίθουσα. Δεν ανέφερε καθόλου την κοπέλα, αν ήταν κοπέλα.