Η ιδιωτική αίθουσα είχε ένα γυαλισμένο δρύινο τραπέζι με δώδεκα καρέκλες γύρω του κι ένα χοντρό χαλί στο πάτωμα. Η Εγκουέν, με τα μαλλιά της να λάμπουν πέφτοντας βουρτσισμένα στους ώμους της, ζέσταινε τα χέρια στη φωτιά που τριζοβολούσε στο τζάκι και γύρισε να τους δει όταν μπήκαν μέσα. Ο Ραντ είχε αρκετή ώρα στη διάθεσή του για να σκεφτεί εκεί στα μπάνια. Οι συνεχείς προτροπές του Λαν, που τους έλεγε να μην εμπιστεύονται κανέναν και ειδικά ο Αρα, που φοβόταν να τους μιλήσει, τον είχαν κάνει να σκεφτεί πόσο μόνοι ήταν στ’ αλήθεια. Του φαινόταν πως δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν κανέναν, παρά μόνο ο ένας τον άλλον και δεν ήταν σίγουρος πόσο μπορούσαν να εμπιστευτούν τη Μουαραίν, ή τον Λαν. Μόνο ο ένας τον άλλον. Και η Εγκουέν ήταν η Εγκουέν. Η Μουαραίν είχε πει ότι αυτό θα της συνέβαινε ούτως ή άλλως, ότι θα άγγιζε την Αληθινή Πηγή. Δεν το έλεγχε, άρα δεν ήταν δικό της σφάλμα. Και ήταν ακόμα η Εγκουέν.
Ανοιξε το στόμα για να ζητήσει συγνώμη, αλλά η Εγκουέν πάγωσε και του γύρισε την πλάτη, πριν αυτός προλάβει να βγάλει άχνα. Κοίταξε σκυθρωπά την πλάτη της, κατάπιε τα λόγια που θα της έλεγε. Καλά, λοιπόν. Αν θέλει να φέρεται έτσι, εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
Τότε μπήκε ορμητικός ο αφέντης Φιτς, ακολουθούμενος από τέσσερις γυναίκες με άσπρες ποδιές, μακριές όσο η δικιά του. Κουβαλούσαν ένα δίσκο με τρία ψητά κοτόπουλα και άλλους δίσκους γεμάτους ασημικά και πήλινα πιάτα και σκεπασμένες γαβάθες. Οι γυναίκες άρχισαν αμέσως να στρώνουν το τραπέζι, ενώ ο πανδοχέας υποκλινόταν στη Μουαραίν.
“Χίλια συγνώμη, κυρά Άλυς, που σας έκανα να περιμένετε, αλλά με τόσο κόσμο στο πανδοχείο είναι θαύμα που καταφέρνουμε να σερβίρουμε τους πελάτες. Επίσης, φοβάμαι πως το φαγητό δεν είναι το κατάλληλο. Μόνο τα κοτόπουλα και λίγα γογγύλια και μπιζέλια και λιγάκι τυρί για μετά. Όχι, δεν είναι καθόλου, μα καθόλου το κατάλληλο. Ειλικρινά ζητώ συγνώμη”.
“Συμπόσιο”. Η Μουαραίν χαμογέλασε. “Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, είναι πραγματικά συμπόσιο, αφέντη Φιτς”.
Ο πανδοχέας υποκλίθηκε ξανά. Τα ατίθασα μαλλιά του, που πετούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, καθώς συνεχώς περνούσε ανάμεσά τους τα δάχτυλα του, έκαναν την υπόκλιση να μοιάζει κωμική· αλλά το χαμόγελό του ήταν τόσο ευχάριστο, που αν γελούσε κανείς θα γελούσε μαζί του και όχι σε βάρος του. “Ευχαριστώ, κυρά Άλυς. Ευχαριστώ”. Ενώ σηκωνόταν, συνοφρυώθηκε και σκούπισε ένα φανταστικό κόκκο σκόνης από το τραπέζι με την άκρη της ποδιάς του. “Φυσικά, δεν είναι αυτά που θα σου πρόσφερα πριν ένα χρόνο. Κάθε άλλο. Ο χειμώνας. Ναι. Ο χειμώνας. Οι προμήθειες στα κελάρια μου τελειώνουν και η αγορά είναι σχεδόν άδεια. Μα ποιος να κατηγορήσει τους αγρότες; Ποιος; Άγνωστο πότε θα βγάλουν άλλη σοδειά. Άγνωστο. Τα αρνιά και τα μοσχάρια καταλήγουν στο στόμα των λύκων, αντί να φτάσουν στα τραπέζια των ανθρώπων και...”
Ξαφνικά, φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι αυτή η συζήτηση μάλλον δεν θα βοηθούσε τους καλεσμένους του να απολαύσουν το δείπνο τους. “Άμα αρχίσω δεν σταματάω. Η γέρικη γλώσσα μου πάει ροδάνι. Η γέρικη γλώσσα μου. Μάρι, Σίντα, άστε αυτούς τους καλούς ανθρώπους να φάνε στην ησυχία τους”. Έκανε νόημα στις γυναίκες να φύγουν και, καθώς αυτές έβγαιναν από το δωμάτιο, υποκλίθηκε πάλι στη Μουαραίν. “Ελπίζω να σου αρέσει το φαγητό, κυρά Αλυς. Αν θέλεις κάτι άλλο, πες και θα το φέρω. Απλώς πες το. Είναι χαρά μου να εξυπηρετώ εσένα και τον αφέντη Ατρα. Χαρά μου”. Έκανε άλλη μια βαθιά υπόκλιση και έφυγε, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
Όσο μιλούσε ο πανδοχέας, ο Λαν έγερνε σ’ έναν τοίχο, σαν να ήταν μισοκοιμισμενος. Τώρα πετάχτηκε και έφτασε στην πόρτα με δύο μεγάλες δρασκελιές. Ακούμπησε το αυτί στο ένα φύλλο, αφουγκράστηκε προσεκτικά, μετρώντας αργά μέχρι τα τριάντα και ύστερα άνοιξε την πόρτα διάπλατα και έβγαλε το κεφάλι στο Χολ. “Έφυγαν”, είπε τελικά, κλείνοντας την πόρτα. “Μπορούμε να μιλήσουμε με ασφάλεια”.
“Ξέρω ότι λες να μην εμπιστευόμαστε κανέναν”, είπε η Εγκουέν, “αλλά, αν υποψιάζεσαι τον πανδοχέα, γιατί να μείνουμε εδώ;”
“Δεν τον υποψιάζομαι περισσότερο απ’ όσο υποψιάζομαι οποιονδήποτε άλλο”, απάντησε ο Λαν. “Βεβαίως, μέχρι να φτάσουμε στην Ταρ Βάλον, υποψιάζομαι τους πάντες. Εκεί θα υποψιάζομαι μόνο τους μισούς”.
Ο Ραντ έκανε να χαμογελάσει, νομίζοντας πως ο Πρόμαχος αστειευόταν. Έπειτα, συνειδητοποίησε ότι το πρόσωπο του Λαν δεν έδειχνε ίχνος χιούμορ. Πραγματικά θα υποψιαζόταν ανθρώπους στην Ταρ Βάλον. Υπήρχε πουθενά μέρος ασφαλές;
“Υπερβάλλει”, του είπε παρηγορητικά η Μουαραίν. “Ο αφέντης Φιτς είναι καλός άνθρωπος, τίμιος και αξιόπιστος. Αλλά του αρέσει να φλυαρεί και, παρά την καλή του θέληση, ίσως θα έλεγε κάτι στο λάθος αυτί. Εκτός αυτού, ξέρω καλά ότι σε όλα τα πανδοχεία οι καμαριέρες κρυφακούν στις πόρτες και περνούν περισσότερη ώρα κουτσομπολεύοντας, παρά στρώνοντας τα κρεβάτια. Ελάτε, ας καθίσουμε, πριν κρυώσει το φαγητό”.