Выбрать главу

Κάθισαν γύρω από το τραπέζι, με τη Μουαραίν και τον Λαν στις δύο άκρες του και στην αρχή έπεσαν με τα μούτρα στο φαγητό, μην προλαβαίνοντας ούτε να μιλήσουν. Ίσως να μην ήταν συμπόσιο, αλλά έτσι το ένιωθαν, αφού είχαν περάσει σχεδόν μια βδομάδα τρώγοντας μόνο ψωμί και ξεραμένο κρέας.

Μετά από λίγο, η Μουαραίν ρώτησε, “Τι έμαθες στην κοινή αίθουσα;” Τα μαχαίρια και τα πιρούνια ακινητοποιήθηκαν μετέωρα στον αέρα και όλα τα βλέμματα στράφηκαν στον Πρόμαχο.

“Λίγα τα ευχάριστα”, απάντησε ο Λαν. “Ο Άβιν είχε δίκιο, τουλάχιστον απ’ ό,τι ακούγεται. Έγινε μια μάχη στην Γκεάλνταν και νικητής ήταν ο Λογκαίν. Κυκλοφορούν καμιά δεκαριά διαφορετικές ιστορίες, αλλά σ’ αυτό συμφωνούν όλες”.

Λογκαίν; Αυτός πρέπει να ήταν ο ψεύτικος Δράκοντας. Ήταν η πρώτη φορά που ο Ραντ άκουγε το όνομά του. Ο Λαν μιλούσε σχεδόν σαν να τον ήξερε.

“Οι Άες Σεντάι;” ρώτησε χαμηλόφωνα η Μουαραίν και ο Λαν κούνησε το κεφάλι.

“Δεν ξέρω. Μερικοί λένε πως σκοτώθηκαν όλες, μερικοί λένε καμία”. Ξεφύσηξε. “Μερικοί, μάλιστα, λένε πως πήγαν με το μέρος του Λογκαίν. Δεν άκουσα τίποτα αξιόπιστο και δεν ήθελα να δείξω ότι με ενδιαφέρει”.

“Ναι”, είπε η Μουαραίν. “Λίγα τα ευχάριστα”. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έστρεψε πάλι την προσοχή της στο τραπέζι. “Και για τη δική μας περίπτωση;”

“Εδώ τα νέα είναι καλύτερα. Δεν υπάρχουν παράξενα συμβάντα, ούτε ξένοι που ίσως να είναι Μυρντράαλ, οπωσδήποτε όχι Τρόλοκ. Και οι Λευκομανδίτες ασχολούνται με τον Κυβερνήτη Άνταν και προσπαθούν να του δημιουργήσουν πρόβλημα, επειδή δεν συνεργάζεται μαζί τους. Δεν θα μας δώσουν σημασία, αν δεν πάμε γυρεύοντας”.

“Ωραία”, είπε η Μουαραίν. “Αυτά συμφωνούν με όσα μου είπε η βοηθός στο μπάνιο. Το κουτσομπολιό έχει και τα καλά του. Τώρα”, είπε, απευθυνόμενη προς όλη τη συντροφιά, “έχουμε ακόμα ένα μακρύ ταξίδι μπροστά μας, αλλά η τελευταία βδομάδα δεν ήταν και τόσο εύκολη, γι’ αυτό προτείνω να μείνουμε εδώ απόψε και αύριο το βράδυ και να φύγουμε νωρίς το επόμενο πρωί”. Οι νεώτεροι χαμογέλασαν πλατιά· θα έβλεπαν πόλη για πρώτη φορά. Η Μουαραίν χαμογέλασε, αλλά συνέχισε λέγοντας, “Τι έχει να πει γι’ αυτό ο αφέντης Άτρα;”

Ο Λαν κοίταξε ανέκφραστος τα φωτισμένα πρόσωπα. “Εντάξει, αν θυμούνται τι τους είπα, έτσι για αλλαγή”.

Ο Θομ ξεφύσηξε μέσα από τις μουστάκες του. “Χωριατόπαιδα, ξαμολημένα σε... σε πόλη”. Ξεφύσηξε ξανά και κούνησε το κεφάλι.

Με το πλήθος που είχε καταλύσει στο πανδοχείο, περίσσευαν μόνο τρία δωμάτια, ένα για τη Μουαραίν και την Εγκουέν και δύο για τους άνδρες. Ο Ραντ μοιράστηκε το ένα με τον Λαν και τον Θομ.

Ήταν στην πίσω μεριά του τρίτου ορόφου, κοντά στα προεξέχοντα πρόστεγα, με ένα μικρό παράθυρο που έβλεπε στην αυλή του στάβλου. Είχε σκοτεινιάσει και το φως από το πανδοχείο σχημάτιζε έξω λιμνούλες. Το δωμάτιο ήταν μικρό και με το παραπανίσιο κρεβάτι που είχαν βάλει για τον Θομ είχε γίνει ακόμα μικρότερο, παρ’ όλο που και τα τρία ήταν στενά. Και σκληρά, όπως διαπίστωσε ο Ραντ όταν έπεσε στο δικό του. Σίγουρα δεν ήταν το καλύτερο δωμάτιο.

Ο Θομ μπήκε στο δωμάτιο, έβγαλε από τη θήκη το φλάουτο και την άρπα του και έφυγε, προβάροντας ήδη μερικές επιβλητικές πόζες. Ο Λαν πήγε μαζί του.

Ήταν παράξενο, σκέφτηκε ο Ραντ, καθώς άλλαζε θέση στο κρεβάτι δίχως να βολεύεται. Πριν μια βδομάδα θα έτρεχε σαν αστραπή στην κοινή αίθουσα για να δει έναν Βάρδο να δίνει παράσταση, έστω και για ν’ ακούσει φήμες ότι θα δινόταν παράσταση. Αλλά άκουγε τον Θομ να λέει τις ιστορίες του κάθε βράδυ εδώ και μια βδομάδα και ο Θομ θα ήταν εκεί και την επόμενη νύχτα και τη μεθεπόμενη και το καυτό μπάνιο είχε χαλαρώσει τους μύες του, που πίστευε ότι θα ήταν πιασμένοι αιωνίως και το πρώτο ζεστό φαΐ που είχε δοκιμάσει αυτή τη βδομάδα του έφερνε λήθαργο. Αναρωτήθηκε νυσταγμένα, αν ο Λαν, στ’ αλήθεια, ήξερε τον ψεύτικο Δράκοντα, τον Λογκαίν. Από κάτω ακούστηκε μια πνιχτή κραυγή, από τους θαμώνες που καλωσόριζαν την άφιξη του Θομ στην κοινή αίθουσα, αλλά ο Ραντ είχε ήδη αποκοιμηθεί.

Ο πέτρινος διάδρομος ήταν σκοτεινός και γεμάτος σκιές, άδειος, εκτός από τον Ραντ. Δεν διέκρινε από πού ερχόταν το φως, το λιγοστό φως που φαινόταν οι γκρίζοι τοίχοι δεν είχαν ούτε κεριά ούτε λάμπες, τίποτα απολύτως που να εξηγεί την αμυδρή λάμψη, που έμοιαζε έτσι απλά να υπάρχει. Ο αέρας έδινε την αίσθηση υγρασίας και κλεισούρας και κάπου στο βάθος έσταζε νερό με σταθερές, κούφιες πιτσιλιές. Όποιο μέρος κι αν ήταν αυτό, δεν ήταν το πανδοχείο. Έσμιξε τα φρύδια, έτριψε το μέτωπό του. Πανδοχείο; Το κεφάλι του πονούσε, και δυσκολευόταν να συγκρατήσει τις σκέψεις. Υπήρχε κάτι σχετικό με.. πανδοχείο; Ό,τι και να ’ταν είχε χαθεί.